πίστις

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐ́στῐς Medium diacritics: πίστις Low diacritics: πίστις Capitals: ΠΙΣΤΙΣ
Transliteration A: pístis Transliteration B: pistis Transliteration C: pistis Beta Code: pi/stis

English (LSJ)

ἡ, gen. πίστεως, Ion. πίστιος Parm.8.12, Emp.114; dat. πίστει, Ion.
A πίστῑ Hdt.3.74, 9.106: Ion. nom. and acc. pl. πίστῑς v.l. in Id.3.8; dat. πίστισι Id.4.172: (πείθομαι):—trust in others, faith, first in Hes., πίστιες καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831; π. ἴσχειν τινί S.OC950; τῷ θεῷ πίστιν φέροις Id.OT1445, etc.: generally, persuasion of a thing, confidence, assurance, Pi.N.8.44 (πιστόν Sch.), etc.; ἡ βεβαιοτάτη πίστις, ἀταραξία καὶ πίστις βέβαιος, Epicur.Ep.1p.19, 2p.36U.; σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος = to be persuaded of one's probity, D.18.215; π. περὶ θεῶν ἔχειν Plu.2.1101c.
2 in subjective sense, good faith, trustworthiness, honesty, Thgn.1137, A.Pers.443, Hdt.8.105; θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία = loyalty dies and disloyalty is born S.OC611.
b of things, credence, credit, τὰν π. σμικρὰν παρ' ἔμοιγ' ἔχει E.El.737 (lyr.); πίστιν τὰ τοιαῦτα ἔχει τινά Arist.EN1179a17; π. λαβεῖν Plb.1.35.4.
c καλῇ πίστει = Lat. bona fide, PGnom.180 (ii A.D.), etc.; αἱ κατὰ πίστιν γεινόμεναι κληρονομίαι = inheritances administered under trusteeship, Lat. hereditates fidei commissariae, ib.56.
3 in a commercial sense, credit, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί τινι παρά τισι = he has credit for so much money with them, D.36.57, cf. 44; εἰς πίστιν διδόναι [τί τινι] Id.32.16; εἰ ἕξω ἐλπίδα πίστεως Astramps.Orac.68p.6H.
b position of trust or trusteeship, ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθείς = left in trust as guardian, Plu.Cic.41, cf. 2c supr.; ἐν πίστει ὤν τῷ βασιλεῖ IG22.646.11.
4 Theol., faith, opp. sight and knowledge, 1 Ep.Cor.13.13, etc.
II that which gives confidence: hence,
1 assurance, pledge of good faith, guarantee, οὐκ ἀνδρὸς ὅρκοι π. ἀλλ' ὅρκων ἀνήρ A.Fr.394, cf. S.El.887, E.Hipp. 1055; ὅρκοις καὶ πίστεσιν ἀναγκάξειν Antipho 6.25: distinguished from ὅρκοι and δεξιαί, Arist.Rh.1375a10, cf. E.Med.22; ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν S. Ph.813; δός μοι χερὸς σῆς π. Id.OC1632; ὅρκους παρασχών, πίστιν οὐ σμικράν, θεῶν E.Hipp.1037, cf. Med.414 (lyr.); πίστιν καὶ ὅρκια ποιέεσθαι = make a treaty by exchange of assurances and oaths, Hdt.9.92, cf. And.1.107; οἷσιν… οὔτε π. ὄθ' ὅρκος μένει Ar.Ach.308; ποιέεσθαι τὰς πίστῑς (Ion. for πίστεις) Hdt.3.8; πίστεις ποιήσασθαι πρός τινας Th.4.51; ἀλλήλοις X.HG1.3.12; πίστιν δοῦναι = to give assurances, Hdt.9.91, cf. Th.4.86, 5.45; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε Ar.Lys. 1185; ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον interchanged them, X.Cyr.7.1.44; πίστεις ἀλλήλοιν δεδωκέναι τε καὶ δεδέχθαι Pl.Phdr.256d; π. παρά τινος λαβεῖν Lys.12.9; π. πρός τινας δοῦναι c. inf., Id.19.32; πίστι τε λαβεῖν (or καταλαβεῖν) καὶ ὁρκίοισί τινα = bind by assurances and oaths, Hdt.3.74, 9.106; θεῶν πίστεις ὀμόσαι Th.5.30; πίστιν ἐπιθεῖναι or προσθεῖναι, D.29.26, 49.42, 54.42: c. gen. objecti, φόβων πίστις = an assurance against... E.Supp.627 (lyr.).
2 means of persuasion, argument, proof, φρὴν παρ' ἡμέων (sc. τῶν αἰσθήσεων) λαβοῦσα τὰς πίστεις Democr.125; τοὺς δεομένους πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot. 4.7.15; especially of proofs used by orators, Antipho 5.84, 6.28, Pl.Phd. 70b, Isoc.3.8, etc.: in Arist., opp. a demonstrative proof (ἀπόδειξις), π. ἔντεχνοι, ἄτεχνοι, Rh.1355b35, 1375a22: also, generally, π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς APo.90b14, al.; π. ἡ διὰ συλλογισμοῦ Top.103b7; ἡ τῶν λόγων πίστις. (cf. λόγος IV. 1) Pol.1326a29; ὁ ἀναιρῶν ταύτην τὴν π. οὐ πολὺ πιστότερα ἐρεῖ EN1173a1.
III that which is entrusted, a trust, πίστιν ἐγχειρίζειν τινί Plb.5.41.2, cf. 16.22.2, IG7.21.12 (Megara, ii B.C.), 5 (1).26.6 (Amyclae, ii/i B.C.), BMus.Inscr.422.7 (Priene, ii B.C.); σὴ πίστις = given in trust to thee, IG14.2012A23 (Sulp.Max.).
IV political protection or suzerainty, Lat. fides, Αἰτωλοὶ… δόντες αὑτοὺς εἰς τὴν Ῥωμαίων π.… τῷ τῆς π. ὀνόματι πλανηθέντες Plb.20.9.10, cf. 3.30.1; πάντες εἰς τὴν [τῆς συγκλήτου] π. ἐνδεδεμένοι Id.6.17.8.
2 in Egypt, safe-conduct, safeguard, UPZ119.32 (pl., ii B.C.); δοῦναί μοι ἔγγραπτον π. ib.124.30 (ii B.C.).
V Pythagorean name for ten, Theol.Ar.59, 60.
VI personified, = Lat. Fides, Plu.Num.16, App. BC1.16, D.C.45.17; πίστις δημοσία = fides publica, D.H.2.75.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. foi :
1 confiance en autrui : πίστιν ἔχειν τινί SOPH avoir confiance en qqn ; πίστιν φέρειν τινί SOPH ajouter foi à qqn;
2 au sens commercial confiance, crédit;
3 bonne foi : πίστι (ion.) λαμβάνειν τινά HDT accueillir qqn de bonne foi;
4 fidélité : διασῴζειν τι ἐν πίστει XÉN conserver qch fidèlement;
5 foi, croyance, conviction;
II. ce qui fait foi :
1 gage de foi, caution, garantie : ἐμβάλλειν χειρὸς πίστιν SOPH ou δοῦναι χερὸς πίστιν, donner la garantie de la main, càd donner la main comme gage ; πίστιν δοῦναί τινι THC donner un gage à qqn ; πίστιν λαμβάνειν XÉN recevoir une garantie ; πίστιν δοῦναι καὶ λαβεῖν XÉN se fournir mutuellement une caution, donner et recevoir un gage;
2 serment : θεῶν πίστεις ὀμνύναι THC jurer par les dieux;
3 engagement, pacte : πίστιν ποιέεσθαι HDT conclure un pacte ; πρός τινα, ἀλλήλοις XÉN avec qqn, les uns avec les autres;
III. foi, croyance : πίστις θεῶν EUR la foi aux dieux ; τι ἔχειν πίστιν ARSTT qch mérite créance, est digne de foi;
IV. moyen d'inspirer confiance, de persuader, preuve ; particul. preuve juridique.
Étymologie: R. Πιθ, lier ; v. πείθω.

German (Pape)

ἡ, Treuen, Glauben, Vertrauen, Zutrauen; πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, Hes. O. 370; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, Pind. N. 8.44; Aesch. Pers. 435; θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία, Soph. O.C. 617; εἴ τίς ἐστι πίστις ἐν τοῖς δρωμένοις, Tr. 585; νῦν γ' ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις, O.R. 1445; ὅρκων φρούδη πίστις, Eur. Med. 492; τὰν πίστιν σμικρὰν παρ' ἐμοί γ' ἔχει, El. 737; οἷσιν οὔτε πίστις μένει, Ar. Ach. 289; Her. 8.105; πίστει χρήσασθαι μονίμῳ, Plat. Rep. VI.505e; δόξαι καὶ πίστεις γίγνονται βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς, Tim. 37b; διασῴζειν τι ἐν πίστει, Xen. Cyr. 1.6.19; Folgde: Kredit, Dem. 36.57, vgl. 44; εἰς πίστιν διδόναι, 32.16. – Beweis, Unterpfand der Treue, Versicherungs-, Überzeugungsmittel, auch Bürgschaft, Zusicherung, ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, Soph. Phil. 802, vgl. O.C. 1628; πίστιν ἐπιτιθέναι κατὰ τῶν ἱερῶν, Isae. 7.16; πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, einen Vertrag, ein Bündnis machen, Her. 9.32; auch im plur., τὰς πίστις ποιεῖσθαι, 3.8; πίστι λαβεῖν, καταλαβεῖν τινα, Einen nach gegebener Bürgschaft zum Freunde annehmen, 3.74, 9.106; πρός τινα, Thuc. 4.51; ὅρκων καὶ πίστεων, Plat. Legg. III.701c; πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι καὶ δεδέχθαι, Phaedr. 256d; πίστεις ποιεῖσθαι ἀλλήλοις, Xen. Hell. 1.3.12; πίστιν δοῦναι, Ar. Lys. 1185; καὶ λαβεῖν, Xen. oft; vgl. τὴν ἑαυτῷ πρὸς ὑμᾶς γεγενημένην πίστιν ἀνεῖλε, Din. 3.18; Pol. oft, auch πίστεις θέσθαι, 3.67.7; er braucht es auch für das anvertraute Geschäft, 6.35.8 und sonst; – Arist. rhet. 1.1 führt die πίστεις als künstliche Beweismittel an; πίστεσιν, αἷς ἄλλους πείθομεν, βουλευώμεθα, Isocr. 3.8; vgl. noch Plat. παραμυθίας δεῖται καὶ πίστεως, Phaed. 70b; Versprechen, Verheißung, πίστεσιν ἐξαπατηθέντες, Xen. Cyr. 8.8.3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πίστις -εως, ἡ [πιστός] Ion. gen. πίστιος, dat. πίστῑ, plur. dat. πίστισι, acc. πίστῑς vertrouwen in een ander vertrouwen:; σὺ νῦν γ’ ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις nu zul je de godheid wel vertrouwen willen schenken Soph. OT 1445; met gen. in iets. σωφροσύνης πίστιν περὶ ὑμῶν ἔχοντες vertrouwen hebbend in jullie redelijkheid Dem. 18.215; κατὰ πίστιν op basis van vertrouwen Aristot. EN 1162b30. vertrouwenwekkendheid, betrouwbaarheid:; τιμιώτεροί εἰσι οἱ εὐνοῦχοι πίστιος εἵνεκα de eunuchen zijn meer waard vanwege hun betrouwbaarheid Hdt. 8.105.2; θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπιστία betrouwbaarheid sterft en onbetrouwbaarheid bloeit op Soph. OC 611; jur.. τὴν οὐσίαν αὐτῆς ὁ Κικέρων ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθείς διεφύλαττεν Cicero beheerde haar vermogen, omdat hij was aangewezen als fiduciair erfgenaam (Lat. heres fiduciarius) Plut. Cic. 41.5. christ. geloofsovertuiging, geloof:. νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγαπή nu zijn blijvend geloof, hoop en liefde NT 1 Cor. 13.13; ὁ διώκων ἡμᾶς ποτε νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν de man die ons ooit vervolgde, verkondigt nu het geloof NT Gal. 1.23. dat wat vertrouwen bevestigt waarborg, belofte:. δοῦναι πίστιν zijn woord van trouw geven Hdt. 9.91.2; δοῦναι πίστεις waarborgen geven Thuc. 4.86.2; ποιεῖσθαι πίστεις afspraken maken Thuc. 4.51; πίστιν παρ’ αὐτοῦ λαβεῖν een garantie van zijn kant te krijgen Lys. 12.9; φόβων πίστις ἅδε πρώτα dat is de eerste garantie tegen angst Eur. Suppl. 627. bewijsmiddel, bewijs, argument:. ταῖς... πίστεσιν αἷς τοὺς ἄλλους... πείθομεν met de argumenten waarmee wij de anderen proberen te overtuigen Isocr. 3.8; τῶν δὲ διὰ τοῦ λόγου ποριζομένων πίστεων τρία εἴδη ἐστίν van de bewijzen die door het woord worden geleverd, bestaan drie soorten Aristot. Rh. 1356a2; διὰ τῆς τῶν λόγων πίστεως door het bewijsmiddel van de theorie Aristot. Pol. 1326a29. personif. ἡ Πίστις Vertrouwen (= Lat. Fides).

Russian (Dvoretsky)

πίστις: εως, ион. ιος ἡ (ион. dat. πίστῑ, ион. acc. pl. πίστῑς)
1 вера, доверие: πίστιν ἔχειν или φέρειν τινί Soph. доверять кому-л.;
2 вера, кредит (εἰς πίστιν διδόναι τι τινι Dem.): π. τοσούτων χρημάτων ἐστί τινι παρά τινι Dem. кто-л. имеет у кого-л. кредит на такую сумму;
3 вера, убежденность: π. θεῶν Eur. вера в богов; σωφροσύνης πίστιν ἔχειν περί τινος Dem. быть убежденным в чьем-л. благородстве;
4 вера, верность (ἀνάκτι Aesch.);
5 залог верности, ручательство, честное слово (πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι Her.): ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Soph. дай руку в подтверждение верности (твоих слов); πίστιν δοῦναι καὶ λαβεῖν Xen. дать взаимную клятву верности; πίστιν (κατα)λαβεῖν Her. обязать честным словом;
6 вера, вероисповедание (τὴν πρώτην πίστιν ἀθετῆσαι NT);
7 уверение, подтверждение, доказательство: τοῦτο οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται καὶ πίστεως Plat. это требует серьезного разъяснения и доказательства; π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Arst. индуктивное доказательство;
8 поручение, миссия (πίστιν ἐγχειρίζειν τινί Polyb.).

English (Abbott-Smith)

πίστις, -εως, ἡ (< πείθω), [in LXX chiefly for אֱמוּנָה;]
1.in active sense, faith, belief, trust, confidence, in NT always of religious faith in God or Christ or spiritual things: Mt 8:10, Lk 5:20, Ac 14:9, Ro 1:8, I Co 2:5, II Co 1:24, I Ti 1:5, al.; c. gen. obj., Mk 11:22, Ac 3:16, Ro 3:22, Ga 2:16, Eph 3:12, Ja 2:1, al.; c. prep., ἐν, Ro 3:25, Ga 3:26, Eph 1:15, Col 1:24, I Ti 1:14 3:13, II Ti 1:13 3:15, II Pe 1:1; εἰς, Ac 20:21 24:24 26:18, Col 2:5, I Pe 1:21; πρός, I Th 1:8, Phm 5; ἐπί, c. acc. He 6:1; ἐν τῇ π. στήκειν (εἶναι, μένειν), I Co 16:13, I Co 13:5, I Ti 2:15; ὑπακοὴ τῆς π., Ro 1:5 16:26; ὁ ἐκ π., Ro 3:26 4:16, Ga 3:12; διὰ (τῆς) π., Ro 3:30, Ga 2:16, Phl 3:9. By meton., objectively, that which is the object or content of belief, the faith: Ac 6:7 14:22, Ga 1:23 3:23 6:10, Phl 1:26, 27 Ju 3, 20, and perhaps also Ac 13:8 16:5, Ro 1:5 and 16:26 (v. supr.), I Co 16:13, Col 1:23, II Th 3:2 (Lft., Notes, 125), I Ti 1:19 3:9 4:1, 6 5:8 6:10, 12, II Ti 3:8 4:7 Tit 1:4, 13 3:15, I Pe 5:9.
2.In passive sense,
(a)fidelity, faithfulness: Mt 23:23, Ga 5:22; ἡ π. τοῦ θεοῦ, Ro 3:3;
(b)objectively, plighted faith, a pledge of fidelity: I Ti 5:12. (On the various shades of meaning in which the word is used in NT, v. esp. ICC on Ro 1:17, pp. 31ff.; Lft., Ga., 154ff.; Stevens, Th. NT, 422, 515ff.; DB, i, 830ff.; Cremer, s.v.)

English (Strong)

from πείθω; persuasion, i.e. credence; moral conviction (of religious truth, or the truthfulness of God or a religious teacher), especially reliance upon Christ for salvation; abstractly, constancy in such profession; by extension, the system of religious (Gospel) truth itself: assurance, belief, believe, faith, fidelity.

English (Thayer)

πίστεως, ἡ (πείθω (which see)), from (Hesiod, Theognis, Pindar), Aeschylus, Herodotus down; the Sept. for אֱמוּנָה, several times for אֱמֶת and אֲמָנָה; faith; i. e.:
1. conviction of the truth of anything, belief (Plato, Polybius, Josephus, Plutarch; θαυμάσια καί μείζω πίστεως, Diodorus 1,86); in the N.T. of a conviction or belief respecting man's relationship to God and divine things, generally with the included idea of trust and holy fervor born of faith and conjoined with it: πίστις is called ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων); opposed to εἶδος, ἀγάπη and ἐλπίς, πίστις is "the conviction that God exists and is the creator and ruler of all things, the provider and bestower of eternal salvation through Christ": πίστις ἐπί Θεόν, ἡ πίστις ὑμῶνπρός τόν Θεόν, by which ye turned to God, τήν πίστιν ὑμῶν καί ἐλπίδα εἰς Θεόν, directed unto God, in) (τῶν θεῶν, Euripides, Med. 414; τοῦ Θεοῦ, Josephus, contra Apion 2,16, 5; cf. Grimm, Exgt. Hdbch. on Sap. vi., 17f, p. 132; (cf. Meyer on Lightfoot on Col. as below; Winer's Grammar, 186 (175))): ἡ πίστις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτόν (Christ) ἐκ τῶν νεκρῶν, διά πίστεως, by the help of faith, κατά πίστιν, equivalent to πιστεύοντες, πίστει, dative of means or of mode by faith or by believing, prompted, actuated, by faith, because of faith, πιστεύω, 1b. γ.); α. universally: with the genitive of the object (see above, in a.), Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἰησοῦ, Χρσιτου, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μου (i. e. in Christ), faith in God of which Jesus Christ is the author, advocated by Van Hengel, Ep. ad Romans 1, p. 314ff, and H. P. Berlage, Disquisitio de formulae Paulinae ψιτις Ἰησοῦ Χριστοῦ signifieatione. Lugd. Bat. 1856); τοῦ εὐαγγελίου, ἀληθείας, εἰς (toward (cf. εἰς, B. II:2a.)) τόν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν, εἰς Χριστόν, ἡ εἰς Χριστόν πίστις ὑμῶν, πίστιν ἔχειν εἰς ἐμέ, Tr marginal reading); πρός τόν κύριον, L Tr WH εἰς) (see πρός, L 1c.; cf. Lightfoot at the passage); unless here we prefer to render πίστιν fidelity (see 2, below); cf. Meyer at the passage and Winer's Grammar, § 50,2); ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, reposed in Christ Jesus, τήν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἡ κατά τινα (see κατά, II:1e.) πίστις ἐν τῷ κυρίῳ, ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, πίστις (cf. Winer's Grammar, 120 (114)) and ἡ πίστις simply: νόμος, 3)), L Tr WH brackets τῇ πίστει); οἰκονομία), ἀλήθεια, I:2c.); WH omits the genitive); πλήρης πιστέω καί πνεύματος, πνεύματος καί πίστεως, πίστεως καί δυνάμεως, τῇ πίστει ἑστηκεναι, ἐν τῇ πίστει στήκειν, εἶναι, μένειν, ἐμμένειν τῇ πίστει, ἐπιμένειν, στερεοί τῇ πίστει, ἐστερεοῦντο τῇ πίστει, βεβαιοῦμαι ἐν (L T Tr WH omit ἐν) τῇ πίστει, ὑπακούειν τῇ πίστει, ὑπακοή τῆς πίστεως, obedience rendered to faith (Winer's Grammar, 186 (175)), ὁ ἐκ πίστεως namely, ὤν, depending on faith, equivalent to πιστεύων (see ἐκ, II:7), ὁ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, he who has the same faith as Abraham, ἐκ πίστεως εἶναι, to be related, akin to, faith (cf. ἐκ, as above), δίκαιος ἐκ πίστεως, δικαιοσύνην δέ τήν ἐκ πίστεως, ἡ ... ἐκ πιστηως δικαιοσύνη, δικαιοσύνη ... ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, springing from faith (and availing) to (arouse) faith (in those who as yet have it not), δικαιοσύνηδιά πίστεως Χριστοῦ, ... ἡ ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνη ἐπί τῇ πίστει, δικαιοῦσθαι πίστει, δικαιοῦν τινα διά πίστεως Χριστοῦ, διά τῆς πίστεως, δικαιοῦσθαι τινα ἐκ πίστεως, ibid.; εὐαγγελίζομαι τήν πίστιν, to proclaim the glad tidings of faith in Christ, ἀκοή πίστεως, instruction concerning the necessity of faith (see ἀκοή, 3a.), ἡ πίστις is joined withἀγάπη: πίστις δἰ ἀγάπης ἐνεργουμένη, ἀγάπη μετά πίστεως, ἀγάπη ἐκ πίστεως ἀνυποκρίτου, πίστις καί ἀγάπη ἡ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, φιλεῖν τινα πίστει, ἔργον πίστεως (cf. ἔργον, 3, p. 248{b} near the bottom), β. in an ethical sense, persuasion or conviction (which springs from faith in Christ as the sole author of salvation; cf. πιστεύω, 1b. γ. at the end) concerning things lawful for a Christian: πίστιν ἔχειν, the religious belief of Christians; α. subjectively: β. objectively, the substance of Christian faith or what is believed by Christians: τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ ... πίστει ἡ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστις, πίστις is rather the form in which the truth (as the substance of right doctrine) is subjectively appropriated"; (cf. Meyer on Lightfoot on Galatians, p. 157).
d. with the predominant idea of trust (or confidence) whether in God or in Christ, springing from faith in the same: τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, πίστιν ἔχειν (πᾶσαν τήν πίστιν (`all the faith' that can be thought of), ἔχειν πίστιν Θεοῦ, to trust in God, ἔχειν πίστιν τοῦ σωθῆναι, to be healed (see Fritzsche on Matthew, p. 843 f; (cf. Winer's Grammar, § 44,4{a}; Buttmann, 268 (230))), ἡ πίστις δἰ αὐτοῦ, awakened through him, εὐχή τῆς πίστεως, that proceeds from faith, πίστις ἐπί Θεόν, faith which relies on God who grants the forgiveness of sins to the penitent (see ἐπί, C. I:2g. α.), δικαιοσύνη τῆς πίστεως (cf. Winer's Grammar, 186 (175)), ἡ κατά πίστιν δικαιοσύνη, fidelity, faithfulness, i. e. the character of one who can be relied on: α.); ἡ πίστις τοῦ Θεοῦ, subjunctive genitive, plighted faith (often so in Attic writings from Aeschylus down): ἀθετεῖν (see ἀθετέω, a.) τήν πίστιν, de ratio usu et constructione vocum πίστις, πιστός et πιστεύειν in N.T. (Traj. ad Rhen. 1733,4to.); Dav. Schulz, Was heisst Glauben, etc. (Leipz. 1830), p. 62ff; Rückert, Com. üb.
d. Röm., 2nd edition, i., p. 51ff; Lutz, Biblical Dogmatik, p. 312ff; Huther, Ueber ζωή u. πιστεύειν im N.T., in the Jahrbb. f. deutsch. Theol. for 1872, pp. 1-33; (Lightfoot's Commentary on Galatians, p. 154ff). On Paul's conception of πίστις, cf. Lipsius, Paulin. Rechtfertigungslehre, p. 94ff; Weiss, Biblical Theol. d. N.T., § 82c. d. (cf. the index under the word Glaube); Pfleiderer, Paulinismus, p. 162ff (English translation, i., p. 161ff; Schnedermann, De fidel notione ethica Paulina. (Lipsius 1880)). On the idea of faith in the Epistle to the Hebrews see Riehm, Lehrbegr. des Hebrew-Br., p. 700ff; Weiss, as above § 125b. c. On John's conception, see Reuss, die Johann. Theol. § 10 in the Beiträge zu d. theol. Wissensch. i., p. 56ff (cf. his Histoire de la Theol. Chretienne, etc., 3me edition, ii., p. 508ff (English translation, ii. 455ff)); Weiss, as above § 149, and the same author's Johann. Lehrbegriff, p. 18ff

Greek Monotonic

πίστις: ἡ, γεν. -εως· δοτ. πίστει, Ιων. πίστῑ· Ιων. ονομ. και αιτ. πληθ. πίστις, δοτ. πίστισι (πείθομαι
I. 1. εμπιστοσύνη σε άλλους, πίστη, Λατ. fides, fiducia, σε Ησίοδ., Θεόγν., Αττ.· με γεν. προσ., πίστη ή πεποίθηση σε κάποιον, σε Ευρ.· γενικά, πειθώ σ' ένα πράγμα, εμπιστοσύνη, βεβαιοτητα, σε Πίνδ., Αττ.
2. καλή πίστη, αξιοπιστία, αφοσίωση, ειλικρίνεια, Λατ. fides, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
3. με εμπορική σημασία, εμπορική πίστη, υπόληψη, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι, του έχω πιστώσει τόσα χρήματα, σε Δημ.· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι, στον ίδ.
4. στη θεολογία, πίστη, δόγμα, αντίθ. προς την όραση και τη γνώση, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτό που παρέχει εμπιστοσύνη· απ' όπου,
1. διαβεβαίωση, εχέγγυο καλής πίστης, εγγύηση, ενέχυρο, σε Σοφ., Ευρ.· πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, κάνω συμφωνία ή συνθήκη ανταλλάσσοντας αμοιβαίες διαβεβαιώσεις και όρκους, σε Ηρόδ.· οὔτε πίστις οὔθ' ὅρκος μένει, σε Αριστοφ.· πίστιν διδόναι, παρέχω διαβεβαιώσεις, σε Ηρόδ.· πίστιν διδόναι καὶ λαμβάνειν, ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις, σε Ξεν.· λέγεται για όρκο, θεῶνπίστεις ὀμνύναι, σε Θουκ.· πίστιν ἐπιτιθέναι ή προστιθέναι τινί, σε Δημ.· φόβων πίστις, βεβαίωση ενάντια στους φόβους, σε Ευρ.
2. μέσα πειθούς, συζήτηση, απόδειξη, όπως χρησιμοποιούνταν από τους ρήτορες, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πίστις: ἡ, γεν. εως, Ἰων. ιος Ἐμπεδ. 413· δοτ. πίστει, Ἰων. πίστῑ Ἡρόδ. 3. 74· Ἰων. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. πίστῑς αὐτόθι 8· δοτ. πίστισι 4. 172· (πείθομαι). Τὸ πιστεύειν τινὶ «ἐμπιστοσύνη», Λατ. fides, fiducia, πρῶτον παρ’ Ἡσ. πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, «αἱ πίστεις, αἱ πρὸς ἐκείνους δηλονότι, οἷς οὐκ ἔδει πιστεύειν, καὶ αἱ ἀπιστίαι αἱ πρὸς ἐκείνους οἷς ἔδει πιστεύειν, ὤλεσαν ἄνδρας» (Μοσχόπ.), Ἔργ. κ. Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· π. ἔχει τινὶ Σοφ. Ο. Κ. 950, πρβλ. Ο. Τ. 1445, κτλ.· μετὰ γεν. προσ., πίστις περί τινος, εἴς τινα..., π. θεῶν Εὐρ. Μήδ. 414, Ἱππ. 1037· ― καθόλου, πεποίθησις περί τινος πράγματος, βεβαιότης ὑποκειμενική, Πινδ. Ν. 8. 73, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., σωφροσύνης πίστιν ἔχειν περί τινος, ἔχειν πεποίθησιν περὶ τῆς σωφροσύνης αὐτοῦ, Δημ. 300. 11· π. περί τινος ἔχειν Πλούτ. 2. 1101C. 2) μετὰ σημασίας ὑποκειμενικῆς, καλὴ πίστις, ἐμπιστοσύνη, τιμιότης, Λατ. fides, Θέογν. 1133, Ἡρόδ. 8. 105, Αἰσχύλ. Πέρσ. 443· θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπιστία Σοφ. Ο. Κ. 611· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀξιόπιστον, «ὑπόληψις», τὰν π. σμικρὰν παρ’ ἔμοιγ’ ἔχει Εὐρ. Ἠλ. 737· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 12, Πολύβ. 1. 35, 4. 3) ἐπὶ ἐμπορικῆς σημασίας, πίστις, ὑπόληψις ἐμπορική, ὡς τὸ Λατ. fides, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι Δημ. 962. 4, πρβλ. 958. 3· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι ὁ αὐτ. 886. 25· οὕτως, ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθεὶς Πλουτ. Κικ. 41, ἔνθα (τ. 5, σ. 428) ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Κοραῆ, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. φεδεϊκόμισσα. 4) Θεολογικῶς, πίστις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνῶσιν, Καιν. Διαθ., Ἐκκλ. ΙΙ. τὸ παρέχον ἐμπιστοσύνην, 1) ὡς τὸ πιστόν, βεβαιότης, πεποίθησις, ἐγγύησις, οὐκ ἀνδρὸς ὅρκος πίστις ἀλλ’ ὅρκων ἀνὴρ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 290, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 887, Εὐρ. Ἱππ. 1055, Ἀντιφῶν 144. 18· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ὅρκος καὶ δεξιά, Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 5, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 21· ἔμβαλε χειρὸς πίστιν Σοφ. Φιλ. 813· δός μοι χερὸς σῆς π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1632· πίστιν καὶ ὅρκια ποιοῦμαι, κάμνω συνθήκην ἀνταλλάσσων ἀμοιβαίας διαβεβαιώσεις καὶ ὅρκους, Ἡρόδ. 9. 92, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 39· οἶσιν... οὔτε π. οὔθ’ ὅρκος μένει Ἀριστοφ. Ἀχ. 308· οὕτω, πίστις (Ἰων. ἀντὶ πίστεις) ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 8· πρός τινα Θουκ. 4. 51· ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλ. 1. 3, 12· πίστις διδόναι, παρέχειν διαβεβαιώσεις, Ἡρόδ. 9. 94, πρβλ. Θουκ. 4. 86· ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185· π. δοῦναί τινι Θουκ. 5. 45· π. διδόναι καὶ λαμβάνειν, ἀνταλλάσσειν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44· διδόναι καὶ δέχεσθαι ἀλλήλοιν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D, πρβλ. Λυσίαν 121. 4., 154. 40· πίστι λαβεῖν ἢ καταλαβεῖν τινα, δέχεσθαί τινα εἰς φιλίαν ἐπὶ διαβεβαιώσει, Ἡρόδ. 3. 74., 9. 106· ― ὡσαύτως ἐπὶ ὅρκου, θεῶν πίστεις ὀμνύναι Θουκ. 5. 30· πίστιν ἐπιτιθέναι ἢ προστιθέναι τινὶ Δημ. 852. 15., 1270. 9, πρβλ. 1196, 16· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., φόβων π., βεβαίωσις ἐναντίον φόβων, παραθάρρυνσις, Εὐρ. Ἱκέτ. 627. 2) μέσον καταπείσεως, ἐπιχείρημα, οἵοις χρῶνται οἱ ῥήτορες, Ἀντιφῶν 139. 18., 144. 34, Πλάτ. Φαίδων 70Β, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.· ― παρ’ Ἀριστ., τοὐναντίον τῷ ἀποδεικτικῷ ἐπιχειρήματι (ὅπερ καλεῖ ἀπόδειξιν), Ρητορ. 1. 1, 11., 1. 15, 1., 2, 20, 1· ἀλλὰ χρῆται ὁ αὐτ. τῇ λέξει καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 2, κτλ.· ἡ διὰ συλλογισμοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 8, 4. ΙΙΙ. τὸ παραδιδόμενον πρὸς φύλαξιν, παρακαταθήκη, Λατ. fideicommissum, πίστιν ἐγχειρίζειν τινὶ Ἐπιγρ. Βοιωτ. IVb. 42, Πολύβ. 5. 41, 2., 16. 22, 2· σὴ π., παραδεδομένη εἰς σὲ ὡς παρακαταθήκη, Ἑλληνικ. Ἐπιγράμματα 2618. 23.

Frisk Etymological English

πιστός See also: s. πείθομαι.

Middle Liddell

πίστις, ιος, ἡ, [πείθομαι]
I. trust in others, faith, Lat. fides, fiducia, Hes., Theogn., Attic; c. gen. pers. faith or belief in one, Eur.:— generally, persuasion of a thing, confidence, assurance, Pind., Attic
2. good faith, trustworthiness, faithfulness, honesty, Lat. fides, Theogn., Hdt., Attic
3. in a commercial sense, credit, trust, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι I have credit for so much money with him, Dem.; εἰς πίστιν διδόναι τί τινι Dem.
4. in Theol. faith, belief, as opp. to sight and knowledge, NTest.
II. that which gives confidence: hence,
1. an assurance, pledge of good faith, warrant, guarantee, Soph., Eur.; πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι to make a treaty by exchange of assurances and oaths, Hdt.; οὔτε π. οὔθ' ὅρκος μένει Ar.; πίστιν διδόναι to give assurances, Hdt.; διδόναι καὶ λαμβάνειν to interchange them, Xen.:—of an oath, θεῶν πίστεις ὀμνύναι Thuc.; πίστιν ἐπιτιθέναι or προστιθέναι τινί Dem.: —φόβων π. an assurance against fears, Eur.
2. a means of persuasion, an argument, proof, such as used by orators, Plat., etc.

Frisk Etymology German

πίστις: πιστός
{pístis}
See also: s. πείθομαι.
Page 2,544

Chinese

原文音譯:p⋯stij 披士提士
詞類次數:名詞(244)
原文字根:相信 相當於: (אֱמוּנָה‎) (אָמַן‎)
字義溯源:信服,信,信的,信任,因著信,信實,信心,信力,信從,忠信,可靠,所信的,可信的憑據,信賴,確信,信仰,教義,真道。源自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。這字是名詞,信服,信;可參讀動詞(πιστεύω)=相信,信)的說明。希伯來書說到信的定義( 來11:1);也說到信的重要:人非有信,就不能得神的喜悅( 來11:6);以後就列舉舊約許多信的事例,並且結論說,那些人都是因信(神的應許)得了美好的證據,卻仍未得著所應許的( 來11:39)
出現次數:總共(242);太(8);可(5);路(11);徒(15);羅(40);林前(7);林後(7);加(21);弗(8);腓(5);西(5);帖前(8);帖後(5);提前(19);提後(8);多(6);門(2);來(32);雅(16);彼前(5);彼後(2);約壹(1);猶(2);啓(4)
譯字彙編
1) 信(202)數量太多,不能盡錄;
2) 因著信(18) 來11:3; 來11:4; 來11:5; 來11:7; 來11:8; 來11:9; 來11:11; 來11:17; 來11:20; 來11:21; 來11:22; 來11:23; 來11:24; 來11:27; 來11:28; 來11:29; 來11:30; 來11:31;
3) 信的(8) 徒14:27; 羅3:27; 羅4:13; 羅9:30; 羅10:6; 羅12:3; 加3:5; 帖後1:11;
4) 真道(4) 加1:23; 腓1:27; 提前6:12; 提前6:21;
5) 信心(3) 西2:5; 西2:7; 雅5:15;
6) 信上(1) 提前1:19;
7) 忠信(1) 多2:10;
8) 信從(1) 帖後2:13;
9) 可信的憑據(1) 徒17:31;
10) 信實(1) 太23:23;
11) 道(1) 徒6:7;
12) 所信的(1) 徒14:22

English (Woodhouse)

allegiance, assurance, authenticity, belief, bond, confidence, constancy, conviction, credence, credentials, credibility, credit, creed, deferring of payment on trust, dependence, earnest, faith, faithfulness, fealty, fidelity, gage, guarantee, honour, loyalty, parole, pledge of good faith, pledge, plight, plighted word, positiveness, promise, reliability, reliance, scrupulousness, security, stanchness, steadfastness, surety, troth, trust, trustfulness, trustiness, trustworthiness, undertaking, vow, warrant, word of honor, word of honour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐμπιστοσύνη). Ἀπό τό πείθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

fides, trust, reliance, 1.35.5, 1.120.5. 1.133.1, 3.12.1, 3.59.4. 3.82.7. 3.112.4, 5.45.2, 6.17.1, 6.53.2,
propter fidem pravis hominibus habitam, because of the trust placed in wicked men. 7.67.4. 8.46.5. 8.73.3,
fidei pignora, pledges of good faith, 3.82.6, 4.51.1, 4.74.2, 4.86.2, 5.30.3.

Translations

faith

Afrikaans: geloof; Albanian: besim, besë; Arabic: إِيمَان‎, مُعْتَقَد‎, اِعْتِقَاد‎; Aramaic: ܗܝܡܢܘܬܐ‎; Armenian: հավատ; Asturian: fe; Azerbaijani: iman, inanc; Bashkir: иман; Belarusian: ве́ра; Bengali: বিশ্বাস; Bulgarian: вя́ра; Burmese: သဒ္ဒါ; Catalan: fe; Cherokee: ᎪᎯᏳᏗ; Chinese Cantonese: 信心; Mandarin: 信念, 信心, 信賴, 信赖; Czech: víra; Danish: tro; Dutch: vertrouwen, geloof; Esperanto: fido; Estonian: usk; Even: тэдьэн; Evenki: тэде; Faroese: trúgv; Finnish: luottamus, usko; French: foi; Old French: feid; Friulian: fede; Galician: fe; Georgian: რწმენა; German: Glaube; Greek: πίστη; Ancient Greek: πίστις; Guaraní: jerovia; Hausa: imani; Hawaiian: manaʻoʻiʻo; Hebrew: אֱמוּנָה‎; Hindi: आस्था, धारणा, ईमान, यक़ीन, विश्वास, श्रद्धा; Hungarian: hit; Icelandic: trú; Italian: fede, fiducia; Japanese: 信頼, 信奉, 信仰, 信念, 信教, 信義; Kazakh: сенім; Khmer: សទ្ធា; Korean: 믿음, 신앙(信仰); Kurdish Northern Kurdish: bawerî, îman; Kyrgyz: ишеним, ишенич, дин, ак ниеттик, берилгендик, убада, кепилдик; Lao: ສັດທາ, ຄວາມເຊື່ອ; Latin: fides; Latvian: pārliecība, ticība; Lithuanian: tikėjimas; Macedonian: вера; Malayalam: വിശ്വാസം; Maltese: fidi; Maori: whakapono; Mongolian Cyrillic: итгэл; Navajo: oodlą́; Norman: fei; Norwegian Bokmål: tro; Occitan: fe; Old Church Slavonic Cyrillic: вѣра; Old East Slavic: вѣра; Old English: ġelēafa; Pali: saddhā; Pashto: ايمان‎, اعتقاد‎; Persian: ایمان‎, اعتقاد‎; Plautdietsch: Gloowe; Polish: wiara; Portuguese: fé; Romanian: credință; Romansch: fai; Russian: ве́ра; Sanskrit: श्रद्धा; Sardinian: fide, fidi; Saterland Frisian: Gloowe; Scottish Gaelic: creideamh, creideas; Serbo-Croatian Cyrillic: ве̏ра, вје̏ра; Roman: vȅra, vjȅra; Sicilian: fidi; Slovak: viera; Slovene: vera; Sorbian Upper Sorbian: wěra; Spanish: fe; Swahili: imani; Swedish: tro; Tagalog: pananampalataya, paniniwala; Tajik: имон, эътикод; Tatar: иман; Telugu: నమ్మకము, విశ్వాసము; Thai: ศรัทธา, ความเชื่อ; Tibetan: དད་པ; Turkish: inanç, iman; Turkmen: iman; Ukrainian: ві́ра; Urdu: ایمان‎, یقین‎; Uyghur: ئىشەنچ‎, ئېتىقاد‎, ئىمان‎; Uzbek: ishonch, eʻtiqod, imon; Venetian: fè; Vietnamese: tín ngưỡng, tin, tin tưởng; Vilamovian: głaowa; West Frisian: leauwe; Zulu: ithemba

trust

Albanian: besim; Arabic: ثِقَة‎; Armenian: վստահություն; Assamese: ভৰসা, বিশ্বাস; Azerbaijani: inam, etimad, etibar; Bashkir: ышаныс; Belarusian: даве́р, даве́р'е; Bengali: বিশ্বাস, ভরসা; Bulgarian: дове́рие; Catalan: confiança; Cebuano: salig; Chinese Cantonese: 信任; Mandarin: 信任; Czech: důvěra; Danish: tillid, tiltro; Dutch: vertrouwen; Esperanto: fido; Estonian: usaldus; Faroese: álit; Finnish: luottamus, usko; French: confiance; Friulian: fede; Georgian: ნდობა; German: Vertrauen; Gothic: 𐍄𐍂𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: εμπιστοσύνη; Hebrew: אֵמוּן‎; Higaonon: kigsalig; Hindi: विश्वास, भरोसा; Hungarian: bizalom; Icelandic: traust; Indonesian: kepercayaan; Irish: muinín, iontaoibh, dóchas; Italian: fiducia, confidenza; Japanese: 信, 信頼, 信任; Kazakh: сенім; Khmer: ទុកចិត្ត, ជឿ; Korean: 믿음, 신뢰(信賴), 신임(信任); Kurdish Northern Kurdish: îtimad, îtibar, pêbawerî; Kyrgyz: ишеним, ишенүү; Latin: fides, fīdūcia; Latvian: uzticība; Lithuanian: pasitikėjimas; Low German: Vertroen, Vertruggen; Luxembourgish: Vertrauen; Macedonian: доверба; Malay: kepercayaan, perchaya, amanah; Malayalam: വിശ്വാസം; Maranao: sarig; Mongolian Cyrillic: итгэл, итгэлцэл; Mongolian: ᠢᠲᠡᠭᠡᠯ, ᠢᠲᠡᠭᠡᠯᠴᠡᠯ; Norwegian Bokmål: tillit; Nynorsk: tillit; Occitan: fisança; Pashto: اعتماد‎, اعتبار‎, باور‎; Persian: اعتماد‎, اعتبار‎, باور‎; Polish: zaufanie; Portuguese: confiança; Romanian: încredere; Russian: дове́рие; Sanskrit: विश्वास; Scottish Gaelic: creideas, earbsa; Serbo-Croatian Cyrillic: повере́ње, повјере́ње; Roman: poverénje, povjerénje; Slovak: dôvera; Slovene: zaupanje; Spanish: confianza; Swahili: muamana; Swedish: förtroende, tillit; Tagalog: tiwala; Tajik: эътимод, бовар, эътибор; Tamil: நம்பிக்கை; Tatar: ышаныч; Telugu: నమ్మకం, విశ్వాసం, భరోసా; Tibetan: ཡིད་ཆེས; Tocharian B: päkwalñe; Turkish: güven, güvenç, itimat, itibar; Turkmen: ynanç, ynam; Ukrainian: дові́ра, дові́р'я; Urdu: اعتبار‎, بھروسہ‎, اعتماد‎; Uyghur: ئىشەنچ‎; Uzbek: ishonch, inonish, etimod, ishonish; Yiddish: צוטרוי‎, בטחון‎, גלויבן‎; Zazaki: bıvar, itibar, emeli

trustworthiness

Azerbaijani: etibarlılıq, inamlılıq; Danish: troværdighed; Dutch: betrouwbaarheid; Esperanto: fidindeco; Finnish: luotettavuus; French: fiabilité, confiance; Greek: αξιοπιστία; Ancient Greek: ἀξιοπιστία, πίστις, τὸ πιστόν; Italian: fidatezza, attendibilità, affidabilità; Norwegian Bokmål: troverdighet; Russian: благонадёжность; Serbo-Croatian: pouzdanost, vjerodostojnost; Spanish: integridad; Swedish: trovärdighet, trovärde