μασητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(No difference)
|
Revision as of 11:31, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
μασητικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.
(6_10) |
(No difference)
|
μασητικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.