ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
μασητικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.
-ή, -ό (Α μασητικός, -ή, -όν)μασώο σχετικός με τη μάσηση.
zum Kauen gehörig, Sp.