ἴσκε: Difference between revisions
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_12) |
(No difference)
|
Revision as of 11:33, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἴσκε: ἴσκεν, ποιητ. ἀντὶ ἔννεπεν ἢ ἕνισπεν, εἶπεν, Ὀδ. Χ. 31 (εἰ τὸ χωρίον γνήσιον), καὶ συχνάκις παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, ὡς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 240, Γ. 396, κτλ.· ἐν Ὀδ. Τ. 203, ἐν τῷ στίχῳ ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ὁ Εὐστ. καὶ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. διὰ τοῦ εἴκαζεν, ὡμοίου· α΄ πρόσ. ἴσκον ἐν Θεοκρ. 22. 167: ― μετοχ. ἴσκων Λυκόφρ. 574. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. ἔσπον). ― Καὶ ὁ Ἡσύχ. συμφωνεῖ τοῖς Σχολιασταῖς : «ἴσκε· ᾒκαζε. ὡμοίου».