ἁβρόπους: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(6_14)
(No difference)

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπους: ὁ ἁβροὺς ἔχων πόδας, ὁ περιπατῶν ἁβρῶς, «Λεσβίδες, ἁβροπόδων βήμαθ’ ἑλισσόμεναι», Ἰακωψ. Ἀνθ. Παλ. Δ. 227· αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν, «ἁβρὰ ποδών βήματα».