ἀγαργάλιστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(No difference)
|
Revision as of 11:39, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαργάλιστος: -ον, ὁ μὴ γαργαλιζόμενος· «κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει», Ψ. Χρυσ. τόμ. Ζ΄, σ. 304.
(6_18) |
(No difference)
|
ἀγαργάλιστος: -ον, ὁ μὴ γαργαλιζόμενος· «κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει», Ψ. Χρυσ. τόμ. Ζ΄, σ. 304.