ἀγαργάλιστος

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαργάλιστος: -ον, ὁ μὴ γαργαλιζόμενος· «κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει», Ψ. Χρυσ. τόμ. Ζ΄, σ. 304.

Spanish (DGE)

-ον
fig. no afectado κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει Chrys.M.61.687.