ἀγαργάλιστος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαργάλιστος: -ον, ὁ μὴ γαργαλιζόμενος· «κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει», Ψ. Χρυσ. τόμ. Ζ΄, σ. 304.
Spanish (DGE)
-ον
fig. no afectado κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει Chrys.M.61.687.