θωράκιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θωράκιον''': ᾱ, τό, ὑποκοριστ. τοῦ è‏ٌلî, Λουκ. Παρασ. 49. ةة. ὡς τὸ è‏ٌلî ةةة. – èùٌلêهῖïي, [[ἔπαλξις]], [[προτείχισμα]], Διόδ. 17. 44, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Φίλων 2. 324, 476· ― [[ὡσαύτως]], προφυλακτικὸν προστέγασμα τῶν διευθυνόντων τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Λατ. pluteus, Ἀθήν. π. Μηχανημ. σ. 6· ἢ τῶν ἐπιχειρούντων νὰ καύσωσι τὰς μηχανὰς τῶν ἐχθρῶν, Διόδ. 14. 51· λύγου θ. Μηνόδοτ. παρ’ Ἀθην. 672D· ― [[ὡσαύτως]], ὁ ἐπὶ τῆς ῥάχεως τῶν ἐλεφάντων [[πύργος]] ἢ [[μᾶλλον]] τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Πολύβ. Ἀποσπ. Ἱστ. 22, Διόδ. 2 17· ― [[θέσις]] ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ, ἐν ᾗ ἐτοποθετοῦντο ἀκοντισταί, Ἀσκληπιάδ. παρ’ Ἀθην. 475Α.
|lstext='''θωράκιον''': ᾱ, τό, ὑποκοριστ. τοῦ è‏ٌلî, Λουκ. Παρασ. 49. ةة. ὡς τὸ è‏ٌلî ةةة. – èùٌلêهῖïي, [[ἔπαλξις]], [[προτείχισμα]], Διόδ. 17. 44, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Φίλων 2. 324, 476· ― [[ὡσαύτως]], προφυλακτικὸν προστέγασμα τῶν διευθυνόντων τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Λατ. pluteus, Ἀθήν. π. Μηχανημ. σ. 6· ἢ τῶν ἐπιχειρούντων νὰ καύσωσι τὰς μηχανὰς τῶν ἐχθρῶν, Διόδ. 14. 51· λύγου θ. Μηνόδοτ. παρ’ Ἀθην. 672D· ― [[ὡσαύτως]], ὁ ἐπὶ τῆς ῥάχεως τῶν ἐλεφάντων [[πύργος]] ἢ [[μᾶλλον]] τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Πολύβ. Ἀποσπ. Ἱστ. 22, Διόδ. 2 17· ― [[θέσις]] ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ, ἐν ᾗ ἐτοποθετοῦντο ἀκοντισταί, Ἀσκληπιάδ. παρ’ Ἀθην. 475Α.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite cuirasse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout ce qui sert de défense (mantelet d’un mur, tour sur le dos d’un éléphant).<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]].
}}
}}