θωράκιον
English (LSJ)
τό, Dim. of θώραξ, Luc.Par.49.
II breastwork, parapet, Plb.8.4.4, D.S.17.44 (v.l. for -είοις), J.BJ5.7.4, Ph.2.324; shield for those who worked the battering-ram, Ath.Mech.18.11; or for those who attempted to burn the enemy's engines, D.S.14.51; λύγου θ. Menodot. 1; also, the tower on the back of elephants, or rather the upper part thereof, [Plb.]Fr.162b, D.S.2.17, Ael.NA13.9; a crow's-nest at the masthead, in which javelin-men were stationed, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.475a.
III δυστυχὲς θ. dub. sens. in Com.Adesp.15.29 D.
German (Pape)
[Seite 1230] τό, dim. von θώραξ, kleiner Panzer, übh. Brustwehr, Schutzwehr, D. Sic. 17, 44. In B. A. 40, 10 erkl. Phryn. θωρ. πῆγμά ἐστιν ἐκ σανίδων συνεχῶν καὶ συμπεπηγμένων; vgl. Ath. XV, 672 d. – Der Thurm auf dem Rücken der Elephanten, in welchem die Kämpfer waren, D. Sic. 2, 17 Ael. H. N. 13, 9. – Auf den Schiffen eine Vorrichtung am Mastbaum, Mastkorb, Ath. XI, 475 a V, 208 e Poll. 1, 91. – Der Stumpf eines abgehauenen Baumes, Ath. XIV, 672 d.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite cuirasse;
2 p. ext. tout ce qui sert de défense (mantelet d'un mur, tour sur le dos d'un éléphant).
Étymologie: θώραξ.
Greek (Liddell-Scott)
θωράκιον: ᾱ, τό, ὑποκοριστ. τοῦ èٌلî, Λουκ. Παρασ. 49. ةة. ὡς τὸ èٌلî ةةة. – èùٌلêهῖïي, ἔπαλξις, προτείχισμα, Διόδ. 17. 44, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Φίλων 2. 324, 476· ― ὡσαύτως, προφυλακτικὸν προστέγασμα τῶν διευθυνόντων τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Λατ. pluteus, Ἀθήν. π. Μηχανημ. σ. 6· ἢ τῶν ἐπιχειρούντων νὰ καύσωσι τὰς μηχανὰς τῶν ἐχθρῶν, Διόδ. 14. 51· λύγου θ. Μηνόδοτ. παρ’ Ἀθην. 672D· ― ὡσαύτως, ὁ ἐπὶ τῆς ῥάχεως τῶν ἐλεφάντων πύργος ἢ μᾶλλον τὸ ἀνώτατον μέρος αὐτοῦ, Πολύβ. Ἀποσπ. Ἱστ. 22, Διόδ. 2 17· ― θέσις ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ, ἐν ᾗ ἐτοποθετοῦντο ἀκοντισταί, Ἀσκληπιάδ. παρ’ Ἀθην. 475Α.
Russian (Dvoretsky)
θωράκιον: (ᾱ) τό [demin. к θώραξ
1 небольшая броня Luc.;
2 воен. (всякого рода) укрытие, щиток Polyb., Diod.: ἡ ἐπὶ τῶν θωρακίων κατασκευή Diod. башни на спине боевых слонов.