3,277,172
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριόρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ὄρχεις· μεταφορ. [[λίαν]] [[ἀσελγής]], [[λάγνος]], Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. [[εἶδος]] ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, [[ἴσως]] Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε [[τρίορχος]]. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κενταυρίς]], Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68. | |lstext='''τριόρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ὄρχεις· μεταφορ. [[λίαν]] [[ἀσελγής]], [[λάγνος]], Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. [[εἶδος]] ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, [[ἴσως]] Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε [[τρίορχος]]. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κενταυρίς]], Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de faucon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄρχις]]. | |||
}} | }} |