Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριόρχης: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de faucon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄρχις]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de faucon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄρχις]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>ορχης</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. [[ὄρχις]] και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου].
}}
}}