θαυμαστής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαυμαστής''': Ἰων. θωμ-, οῦ, ὁ, ὁ θαυμάζων τινά, Β. Ὁμ. 3, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24, κ. ἀλλ.
|lstext='''θαυμαστής''': Ἰων. θωμ-, οῦ, ὁ, ὁ θαυμάζων τινά, Β. Ὁμ. 3, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />admirateur.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]].
}}
}}