ἄγη: Difference between revisions

331 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγη''': Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. [[ἄγαμαι]]) [[θαυμασμός]], [[ἔκπληξις]], [[φόβος]], [[φρίκη]], [[θάμβος]], παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[θάμβος]], [[ἔκπληξις]]», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. [[φθόνος]], [[κακία]], [[μῖσος]], φθόνῳ καὶ ἄγῃ [[χρεώμενος]], Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, [[ζηλοτυπία]], μή τις ἄγα [[θεόθεν]] κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄγαμαι]], ἐν ᾧ τὸ [[ἀγαίομαι]] ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = [[κυματωγή]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[κῦμα]] συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) [[καμπή]], [[λύγισμα]], ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ [[ἄγαν]]), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν [[ἔννοια]]: σκολιοὶ τρόποι, [[ἀπάτη]]. 4) [[πληγή]], Ἡσύχ.
|lstext='''ἄγη''': Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. [[ἄγαμαι]]) [[θαυμασμός]], [[ἔκπληξις]], [[φόβος]], [[φρίκη]], [[θάμβος]], παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[θάμβος]], [[ἔκπληξις]]», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. [[φθόνος]], [[κακία]], [[μῖσος]], φθόνῳ καὶ ἄγῃ [[χρεώμενος]], Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, [[ζηλοτυπία]], μή τις ἄγα [[θεόθεν]] κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄγαμαι]], ἐν ᾧ τὸ [[ἀγαίομαι]] ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = [[κυματωγή]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[κῦμα]] συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) [[καμπή]], [[λύγισμα]], ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ [[ἄγαν]]), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν [[ἔννοια]]: σκολιοὶ τρόποι, [[ἀπάτη]]. 4) [[πληγή]], Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> admiration, étonnement, horreur;<br /><b>2</b> envie, jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de</i> [[ἄγνυμι]].<br /><span class="bld">3</span><i>pl. de</i> [[ἄγος]] ¹.
}}
}}