καταδαμάζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδᾰμάζω''': μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, [[δαμάζω]] ἐντελῶς, [[καταβάλλω]], Θουκ. 7. 81, κατὰ μέσ. ἀόρ. καταδαμάσασθαι: παθ. ἀόρ. ἐν Δίωνι Κ. 50. 10.
|lstext='''καταδᾰμάζω''': μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, [[δαμάζω]] ἐντελῶς, [[καταβάλλω]], Θουκ. 7. 81, κατὰ μέσ. ἀόρ. καταδαμάσασθαι: παθ. ἀόρ. ἐν Δίωνι Κ. 50. 10.
}}
{{bailly
|btext=dompter entièrement, fatiguer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαμάζω]].
}}
}}