καταδαμάζω

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰμάζω Medium diacritics: καταδαμάζω Low diacritics: καταδαμάζω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΜΑΖΩ
Transliteration A: katadamázō Transliteration B: katadamazō Transliteration C: katadamazo Beta Code: katadama/zw

English (LSJ)

subdue, aor. 1 Act. κατεδάμασα LXX Jd.14.18: aor. inf. Med. καταδαμάσασθαι Th.7.81: aor. Pass., D.C.50.10,78.39.

German (Pape)

[Seite 1345] ganz besiegen, bewältigen; praes. erst Sp.; aor. κατεδάμασα, LXX.; med. καταδαμασάμενοι Thuc. 7, 81; pass., τοῖς ὅπλοις καταδαμασθῆναι D. Cass. 50, 10.

French (Bailly abrégé)

dompter entièrement, fatiguer, épuiser.
Étymologie: κατά, δαμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδᾰμάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, δαμάζω ἐντελῶς, καταβάλλω, Θουκ. 7. 81, κατὰ μέσ. ἀόρ. καταδαμάσασθαι: παθ. ἀόρ. ἐν Δίωνι Κ. 50. 10.

Greek Monolingual

καταδαμάζω)
δαμάζω τελείως, καταβάλλω («εἰ μὴ κατεδαμάσατέ μου τὴν δάμαλιν», ΠΔ).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαμάζω, med. onderwerpen, bedwingen.