ἐξαναλίσκω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰνᾱλίσκω''': μέλλ. -λώσω: παθ. πρκμ. ἐξανήλωμαι. Καταδαπανῶ, «κατεξοδεύω», ἐπὶ χρημάτων, Πομπήιος δέ, τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων ἐξανηλεκὼς Πλουτ. Πομπ. 20. ― Παθ., τὰ ἀλλότρι’ ἐξανήλωται ταχὺ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 3· τὰ παρ’ ἐμοῦ ἐξανηλωμένα Δημ. 1211. 6. 2) ἐξαντλῶ, ἐξανήλωσεν ὁ [[ἥλιος]] τὸ ὑγρὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμων 15, κτλ.· ἐξ. δύναμιν ἔν τινι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 20. ― Παθ., ἐξαναλίσκομαι, ἐξαντλοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 17· [[πόνος]] ἐξανηλώθη Βαβρ. 95. 44. 3) [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]] ὁλοσχερῶς, ἐξαναλῶσαι γένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 678. ― Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐξανήλωνται δὲ οἵ τε ἴδιοι πάντες οἶκοι καὶ τὰ κοινὰ Δημ. 174. 13, Αἰσχίν. 68. 19· πρβλ. [[δαπανάω]].
|lstext='''ἐξᾰνᾱλίσκω''': μέλλ. -λώσω: παθ. πρκμ. ἐξανήλωμαι. Καταδαπανῶ, «κατεξοδεύω», ἐπὶ χρημάτων, Πομπήιος δέ, τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων ἐξανηλεκὼς Πλουτ. Πομπ. 20. ― Παθ., τὰ ἀλλότρι’ ἐξανήλωται ταχὺ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 3· τὰ παρ’ ἐμοῦ ἐξανηλωμένα Δημ. 1211. 6. 2) ἐξαντλῶ, ἐξανήλωσεν ὁ [[ἥλιος]] τὸ ὑγρὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμων 15, κτλ.· ἐξ. δύναμιν ἔν τινι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 20. ― Παθ., ἐξαναλίσκομαι, ἐξαντλοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 17· [[πόνος]] ἐξανηλώθη Βαβρ. 95. 44. 3) [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]] ὁλοσχερῶς, ἐξαναλῶσαι γένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 678. ― Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐξανήλωνται δὲ οἵ τε ἴδιοι πάντες οἶκοι καὶ τὰ κοινὰ Δημ. 174. 13, Αἰσχίν. 68. 19· πρβλ. [[δαπανάω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξαναλώσω, <i>pf. Pass.</i> ἐξανήλωμαι;<br /><b>1</b> dépenser complètement (sa fortune <i>ou</i> celle d’autrui) acc.;<br /><b>2</b> consumer, épuiser, enlever (l’humidité, les forces, <i>etc.</i>) ; détruire (une race, une armée, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναλίσκω]].
}}
}}