βασιλίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰσιλίζω''': φρονῶ τὰ τοῦ βασιλέως, Πλούτ. Φλαμ. 16. – Μέσ., [[λαμβάνω]] τὸ [[ὕφος]] καὶ [[ἀξίωμα]] τοῦ βασιλέως, φέρομαι βασιλικῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 18· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 10, 4.
|lstext='''βᾰσιλίζω''': φρονῶ τὰ τοῦ βασιλέως, Πλούτ. Φλαμ. 16. – Μέσ., [[λαμβάνω]] τὸ [[ὕφος]] καὶ [[ἀξίωμα]] τοῦ βασιλέως, φέρομαι βασιλικῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 18· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=être partisan de la royauté.<br />'''Étymologie:''' [[βασιλεύς]].
}}
}}