βασιλίζω
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
be of the king's party, be on the side of a king, be a supporter of the monarchy, project a royal attitude, be royal, be imperial, Plu. Flam.16: also, c.acc., ἐγώ εἰμι ὁ βασιλίζων τὸν τόπον εἰς ὀνόματι (sic) Μωυς [ῆ] Stud.Pont.3 No.10g (Amisus):—Med., affect the state of a king, assume the state of a king, App.BC3.18; so in Act., J.AJ1.10.4.
Spanish (DGE)
I intr.
1 tomar el partido del rey ταῖς δ' Ἀθήναις βασιλίζειν ἠναγκασμέναις Plu.Sull.12, cf. Flam.16.
2 adoptar las maneras de un rey ἡ θεραπαινὶς ... βασιλίζουσα I.AI 1.188
•en v. med. comportarse como un rey τὸν Μιθριδάτην ... βούλεσθαι ... βασιλιζόμενον μᾶλλον ἢ δι' ἀργίας ἀποθανεῖν App.Mith.109, βασιλιζόμενον, οὐχ ἡγούμενον del emperador en Roma, ref. a Julio César, App.BC 3.18.
II tr. poner bajo el poder del rey τὸν τόπον IGPA 10g (Amiso).
German (Pape)
[Seite 437] von der königlichen Partei sein, Plut. Flam. 16; Sp. – Med., sich wie ein König betragen, App. B. C. 3, 18.
French (Bailly abrégé)
être partisan de la royauté.
Étymologie: βασιλεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασιλίζω βασιλεύς koningsgezind zijn.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλίζω: принадлежать к царской партии (ποιῆσαί τινα βασιλίσαι προθυμότατα Plut.).
Greek Monolingual
βασιλίζω (Α) βασιλεύς
1. είμαι με το μέρος του βασιλιά
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι σαν να είμαι βασιλιάς.
Greek Monotonic
βᾰσῐλίζω: (βασιλεύς), μέλ. -σω, βρίσκομαι στο πλευρό του βασιλιά, τον υποστηρίζω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσιλίζω: φρονῶ τὰ τοῦ βασιλέως, Πλούτ. Φλαμ. 16. – Μέσ., λαμβάνω τὸ ὕφος καὶ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, φέρομαι βασιλικῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 18· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 10, 4.