3,277,179
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὔπω''': ἢ οὔ πω, Ἰων. [[οὔκω]], ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ [[οὐκέτι]] (ὄχι πλέον), ἀείποτε [[μετὰ]] παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· [[συχνάκις]] δὲ [[μετὰ]] παρεμβαλλομένης 6. 110· [[οὔτι]] πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ [[πρίν]], Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε [[οὐδέποτε]]. 2) [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ἁπλῶς]] ὡς ἰσχυρότερος [[τύπος]] τοῦ ἀρνητικοῦ, = [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]], ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358. | |lstext='''οὔπω''': ἢ οὔ πω, Ἰων. [[οὔκω]], ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ [[οὐκέτι]] (ὄχι πλέον), ἀείποτε [[μετὰ]] παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· [[συχνάκις]] δὲ [[μετὰ]] παρεμβαλλομένης 6. 110· [[οὔτι]] πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ [[πρίν]], Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε [[οὐδέποτε]]. 2) [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ἁπλῶς]] ὡς ἰσχυρότερος [[τύπος]] τοῦ ἀρνητικοῦ, = [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]], ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> pas encore;<br /><b>2</b> en aucune manière.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[πώ]]. | |||
}} | }} |