ἀείμνηστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀείμνηστος''': -ον, ὁ [[πάντοτε]] μνημονευόμενος, ὁ [[ἄξιος]] διαρκοῦς μνήμης· [[ἔργον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· [[τάφος]], Σοφ. Αἴ. 1166. Εὐρ. κτλ., μετ’ ἀειμν. μαρτυρίου, Θουκ. 1. 33: - τροπαῖα, Λυσ. 192, 24· ἅπασιν ἀείμν. ἡ [[ἁμαρτία]], Ἀντιφῶν 138, 34. - Ἐπίρρ. -τως, Αἰσχίν. 52. 22.
|lstext='''ἀείμνηστος''': -ον, ὁ [[πάντοτε]] μνημονευόμενος, ὁ [[ἄξιος]] διαρκοῦς μνήμης· [[ἔργον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· [[τάφος]], Σοφ. Αἴ. 1166. Εὐρ. κτλ., μετ’ ἀειμν. μαρτυρίου, Θουκ. 1. 33: - τροπαῖα, Λυσ. 192, 24· ἅπασιν ἀείμν. ἡ [[ἁμαρτία]], Ἀντιφῶν 138, 34. - Ἐπίρρ. -τως, Αἰσχίν. 52. 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />éternellement mémorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], μιμνῄσκομαι.
}}
}}