Anonymous

ἀείμνηστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />éternellement mémorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], μιμνῄσκομαι.
|btext=ος, ον :<br />éternellement mémorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], μιμνῄσκομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀείμνηστος:''' -ον ([[μνάομαι]]), [[άξιος]] διαρκούς μνήμης, αυτός που μνημονεύεται [[πάντοτε]], σε Τραγ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Αισχίν.
}}
}}