3,277,169
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωρώνης''': -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων, [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. [[ὀπωροπώλης]]. | |lstext='''ὀπωρώνης''': -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων, [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. [[ὀπωροπώλης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui achète <i>ou</i> vend des fruits.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]], [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | }} |