ὀπωρώνης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωρώνης''': -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων, [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. [[ὀπωροπώλης]].
|lstext='''ὀπωρώνης''': -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων, [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. [[ὀπωροπώλης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui achète <i>ou</i> vend des fruits.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}