ὀπωρώνης
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ὀπωρώνου, ὁ, = ὀπωροπώλης (q.v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωρώνης: ου ὁ арендатор фруктового склада или торговец плодами, фруктовщик Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.
Greek Monolingual
ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῖς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελώνης].
Greek Monotonic
ὀπωρώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), οπωροπώλης, μανάβης, σε Δημ.
Middle Liddell
ὀπωρ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a fruiterer, Dem.
Translations
greengrocer
Arabic: بَقَّال; Armenian: կանաչավաճառ, մրգավաճառ; Asturian: fruteru, frutera; Bulgarian: зарзаватчия; Chinese Mandarin: 蔬菜水果店; Czech: zelinář; Dutch: groenteboer; Finnish: vihanneskauppias; French: marchand de fruits et légumes, primeur; Galician: froiteiro; German: Gemüsehändler, Gemüsehändlerin, Obst- und Gemüsehändler, Obst- und Gemüsehändlerin, Gemüsemann, Gemüsefrau; Greek: μανάβης; Ancient Greek: καυλοπώλης, λαχανᾶς, λαχανεύς, λαχανευτής, λαχανοπράτης, λαχανοπώλης, λαχανοπωλήτρια, ὀπωροκάπηλος, ὀπωροπώλης, ὀπωρώνης, πωμαρίτης; Hebrew: יַרְקָן; Hungarian: zöldséges, zöldségboltos, zöldségárus; Ido: frukto-vendisto; Japanese: 八百屋; Latin: holitor; Macedonian: пилјар; Malay: penjual sayur; Maltese: tal-ħaxix; Ottoman Turkish: مناو; Persian: سبزی فروش; Portuguese: verdureiro, hortaliceiro, quitandeiro; Romanian: zarzavagiu, zarzavagioaică; Russian: продавец овощей и фруктов, овощной магазин; Serbo-Croatian: пиљар; Spanish: verdulero; Swedish: grönsakshandlare; Turkish: manav; Vietnamese: người bán rau cải, hàng rau; Volapük: härbatatedan, härbatahitedan, härbatajitedan, fluka- e härbatatedan, fluka- e härbatahitedan, fluka- e härbatajitedan