3,274,917
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκᾰρής''': -ές, ([[κείρω]]) [[κυρίως]] ἐπὶ [[κόμης]], [[παραπολύ]] μικρὰ ἢ [[ὥστε]] νὰ καρῇ, [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[βραχύς]], [[σμικρός]], [[ἐλάχιστος]], ἀκαρῇ τινα ἐνθυμήματα, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 20. ΙΙ. μεταφορ. [[σχεδόν]], παρ’ ἐλάχιστον, μόνον οὐ, ἀκαρὴς πεφιλιππίδωσαι, = ἔχεις γείνῃ (κατὰ τὴν ἰσχνότητα) σχεδὸν Φιλιππίδης (ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 4. σ. 100), Ἄλεξ. ἐν «Μανδραγοριζόμενῃ» 5· ἀκ. παραπόλωλας, Μενάνδ. Ἄδηλ. 226· κατέπεσον ἀκ. τῷ δέει, ὁ αὐτ. Κωμ. Ἀνων. 3. ΙΙΙ. [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτερ. ἀκαρές. 1) ἐπὶ χρόνου, [[στιγμή]], ἐν [[ἀκαρεῖ]] χρόνου, Ἀριστοφ. Πλ. 244, Ἀλκίφρ. 3. 56, Λουκ. Τίμ. 3 (οὐχὶ ἐν [[ἀκαρεῖ]] τοῦ χρόνου ὡς κεῖται, [[αὐτόθι]] 23)· ἐν [[ἀκαρεῖ]] μόνον, ὁ αὐτ. Ὄνος 37, κτλ.· ἀκαρῆ διαλιπών, (ἐνν. χρόνον), ἀφοῦ περιέμεινα μίαν στιγμήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 496· ὡσαύτ. ἀκαρὲς ὥρας, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28· ἡμέρας μιᾶς ἀκ., ὁ αὐτ. 2. 938Α· ἐπ’ ἀκαρές, Ἀρεταῖ. περὶ Χρον. Παθ. 2. 2. 2) ἀκαρῆ, κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπιρρηματικῶς [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἀπολαύεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ, [[οὐδόλως]], οὐδ’ ἐλάχιστον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 701· οὐδ’ ἀκαρῆ, [[αὐτόθι]] 541, Δημ. 1223. 28· ἀκαρῆ παντελῶς, (ἑτέρα γραφ. ἀκαρεὶ ἢρεῖ), Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· οὕτω παρ’ ἀκαρῆ, παρ’ ἐλάχιστον, Πλάτ. Ἀξ. 366C. IV. τὸ ἀκαρὲς, [[δακτύλιος]] ἐπὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, [[Πολυδ]]. 5. 100, «ἀκαρές, τὸ περὶ τῷ μικρῷ [[δακτυλίδιον]]», Ἡσύχ. | |lstext='''ἀκᾰρής''': -ές, ([[κείρω]]) [[κυρίως]] ἐπὶ [[κόμης]], [[παραπολύ]] μικρὰ ἢ [[ὥστε]] νὰ καρῇ, [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[βραχύς]], [[σμικρός]], [[ἐλάχιστος]], ἀκαρῇ τινα ἐνθυμήματα, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 20. ΙΙ. μεταφορ. [[σχεδόν]], παρ’ ἐλάχιστον, μόνον οὐ, ἀκαρὴς πεφιλιππίδωσαι, = ἔχεις γείνῃ (κατὰ τὴν ἰσχνότητα) σχεδὸν Φιλιππίδης (ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 4. σ. 100), Ἄλεξ. ἐν «Μανδραγοριζόμενῃ» 5· ἀκ. παραπόλωλας, Μενάνδ. Ἄδηλ. 226· κατέπεσον ἀκ. τῷ δέει, ὁ αὐτ. Κωμ. Ἀνων. 3. ΙΙΙ. [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτερ. ἀκαρές. 1) ἐπὶ χρόνου, [[στιγμή]], ἐν [[ἀκαρεῖ]] χρόνου, Ἀριστοφ. Πλ. 244, Ἀλκίφρ. 3. 56, Λουκ. Τίμ. 3 (οὐχὶ ἐν [[ἀκαρεῖ]] τοῦ χρόνου ὡς κεῖται, [[αὐτόθι]] 23)· ἐν [[ἀκαρεῖ]] μόνον, ὁ αὐτ. Ὄνος 37, κτλ.· ἀκαρῆ διαλιπών, (ἐνν. χρόνον), ἀφοῦ περιέμεινα μίαν στιγμήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 496· ὡσαύτ. ἀκαρὲς ὥρας, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28· ἡμέρας μιᾶς ἀκ., ὁ αὐτ. 2. 938Α· ἐπ’ ἀκαρές, Ἀρεταῖ. περὶ Χρον. Παθ. 2. 2. 2) ἀκαρῆ, κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπιρρηματικῶς [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἀπολαύεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ, [[οὐδόλως]], οὐδ’ ἐλάχιστον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 701· οὐδ’ ἀκαρῆ, [[αὐτόθι]] 541, Δημ. 1223. 28· ἀκαρῆ παντελῶς, (ἑτέρα γραφ. ἀκαρεὶ ἢρεῖ), Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· οὕτω παρ’ ἀκαρῆ, παρ’ ἐλάχιστον, Πλάτ. Ἀξ. 366C. IV. τὸ ἀκαρὲς, [[δακτύλιος]] ἐπὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, [[Πολυδ]]. 5. 100, «ἀκαρές, τὸ περὶ τῷ μικρῷ [[δακτυλίδιον]]», Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qu’on ne peut tondre, trop court pour être tondu ; <i>avec l’idée de temps</i> court, de peu de durée : [[ἐν]] ἀκαρεῖ χρόνῳ AR, [[ἐν]] ἀκαρεῖ LUC en un instant ; <i>acc. adv.</i> • ἀκαρῆ (χρόνον) un petit moment ; ἀκαρὲς ὥρας PLUT <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀκαρής]]. | |||
}} | }} |