ψιττάκια: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(6_21)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιττάκια''': τά, = πιστάκια, ὃ ἴδε. ΙΙ. «[[εἶδος]] ὑποδήματος γυναικείου» Ἡσύχ.· [[ἔνθα]]: ψιττάκεια, πρβλ. Etym. Voss. παρὰ Gaisf. σ. 2284.
|lstext='''ψιττάκια''': τά, = πιστάκια, ὃ ἴδε. ΙΙ. «[[εἶδος]] ὑποδήματος γυναικείου» Ἡσύχ.· [[ἔνθα]]: ψιττάκεια, πρβλ. Etym. Voss. παρὰ Gaisf. σ. 2284.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />pistaches, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πιστάκιον]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ψιττάκια: τά, = πιστάκια, ὃ ἴδε. ΙΙ. «εἶδος ὑποδήματος γυναικείου» Ἡσύχ.· ἔνθα: ψιττάκεια, πρβλ. Etym. Voss. παρὰ Gaisf. σ. 2284.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
pistaches, fruit.
Étymologie: DELG πιστάκιον.