περιστρωφάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιστρωφάομαι''': θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404. | |lstext='''περιστρωφάομαι''': θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περιστροφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.