3,274,916
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαυρόω''': ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ἀμαυρόω]], κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, [[σκοτίζω]], «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· [[κάμνω]] τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., [[κάμνω]] τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀμαυρὸς ἢ [[σκοτεινός]], Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223. | |lstext='''μαυρόω''': ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ἀμαυρόω]], κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, [[σκοτίζω]], «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· [[κάμνω]] τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., [[κάμνω]] τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀμαυρὸς ἢ [[σκοτεινός]], Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />obscurcir ; <i>Pass.</i> s’obscurcir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμαυρόω]]. | |||
}} | }} |