μαυρόω

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυρόω Medium diacritics: μαυρόω Low diacritics: μαυρόω Capitals: ΜΑΥΡΟΩ
Transliteration A: mauróō Transliteration B: mauroō Transliteration C: mavroo Beta Code: mauro/w

English (LSJ)

A = ἀμαυρόω, darken, blind: hence, make powerless, dub. in A.Eu.358 (lyr.), cj. in Pi.I.4(3).48.
2 metaph., make dim or obscure, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί Hes.Op.325:—Pass., become dim or obscure, Thgn.192, A.Ag.296.

French (Bailly abrégé)

μαυρῶ :
obscurcir ; Pass. s'obscurcir.
Étymologie: cf. ἀμαυρόω.

German (Pape)

dunkel, unscheinbar machen, verdunkeln, bes. Einen des Glanzes und der Ehre berauben, Hes. O. 327, und pass. verdunkelt, erniedrigt werden, Theogn. 192; Φόρκοιο μαύρωσεν γένος, Pind. P. 12.13; μαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν, I. 3.66; τἄμπαλιν δὲ τῶνδε γαίᾳ κάτοχα μαυροῦσθαι σκότῳ, Aesch. Pers. 219, vgl. σθένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω μαυρουμένη Ag. 287; auch einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

μαυρόω: [= ἀμαυρόω
1 затемнять, лишать блеска Hes.; pass. гаснуть, меркнуть: λαμπὰς οὐδέπω μαυρουμένη Aesch. немеркнущий свет;
2 досл. затмевать, перен. подавлять (τὸν ἐχθρόν Pind.);
3 омрачать (τέρψιν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μαυρόω: ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἀμαυρόω, κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, σκοτίζω, «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· κάμνω τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., κάμνω τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., γίνομαι ἀμαυρὸς ἢ σκοτεινός, Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. (χάριν τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223.

Greek Monotonic

μαυρόω: μέλ. μαυρώσω, αντί ἀμαυρόω, χάριν μέτρου,
1. σκιάζω, σκοτεινιάζω, τυφλώνω, καθιστώ κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. μεταφ., θολώνω, συσκοτίζω, ρίχνω στη λήθη κάτι, σε Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι αόριστος, ασαφής, σε Θέογν., Αισχύλ.

Middle Liddell

μαυρόω, [for ἀμαυρόω, metri gratia,]
1. to darken, to blind, make powerless, Pind., Aesch.
2. metaph. to make dim or obscure, or forgotten, Hes.:—Pass. to become dim or obscure, Theogn., Aesch.