θύος: Difference between revisions

282 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύος''': -εος, τό, (θύω) [[θυσία]], [[προσφορά]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σὺν θυέεσσι Ἰλ. Ζ. 270, πρβλ. Ι. 499 (495)· σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· λίσσομ’ ὑπέρ θυέων Ὀδ. Ο. 261· θύη πρὸ παίδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 835. 2) παρὰ μεταγεν., [[θυμίαμα]], Λατ. thus, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Θεόκρ. 2. 10· ἀλλὰ τὸ [[θυμίαμα]] [[εἶναι]] ἄγνωστον παρ’ Ὁμ., Nitzsch Ὀδ. Ε. 60. ΙΙ. [[πέμμα]], [[πλακοῦς]], θύει πέττειν Εὔπολις ἐν «Δημ.» 22.
|lstext='''θύος''': -εος, τό, (θύω) [[θυσία]], [[προσφορά]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σὺν θυέεσσι Ἰλ. Ζ. 270, πρβλ. Ι. 499 (495)· σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· λίσσομ’ ὑπέρ θυέων Ὀδ. Ο. 261· θύη πρὸ παίδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 835. 2) παρὰ μεταγεν., [[θυμίαμα]], Λατ. thus, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Θεόκρ. 2. 10· ἀλλὰ τὸ [[θυμίαμα]] [[εἶναι]] ἄγνωστον παρ’ Ὁμ., Nitzsch Ὀδ. Ε. 60. ΙΙ. [[πέμμα]], [[πλακοῦς]], θύει πέττειν Εὔπολις ἐν «Δημ.» 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> θύεος, <i>att.</i> θύους (τό) :<br /><b>1</b> bois qui répand une odeur agréable en brûlant, bois parfumé ; <i>postér.</i> encens, parfum;<br /><b>2</b> offrande pour un sacrifice ; sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
}}