θύος
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, (θύω A)
A burnt sacrifice, A.Ag.1409; θύος ὅττι πάχιστον Call.Aet.Oxy.2079.23: but usually in plural, σὺν θυέεσσι Il.6.270, cf. 9.499; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op.338, cf. Maiist.11; λίσσομ' ὑπὲρ θυέων Od.15.261; θύη πρὸ παίδων A.Eu.835, cf. IG12(5).593.17 (Iulis, V B.C.), Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι Theoc.2.10, cf. Euph.129.
2 later in plural, = θυμιάματα, Hp. ap. Gal.19.104.
II a cake, θύη πέττειν Eup.108.
German (Pape)
[Seite 1226] τό, Räucherwerk, das zum Opfern gebraucht wird, Il. 6, 270, im plur.; Hes. O. 335 ist verbunden μηρία καίειν, ἄλλοτε δὴ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι; das Opfer übh., Il. 9, 499 Od. 15, 261; Aesch. Eum. 799, der auch den sing. gebraucht, Ag. 1383. Auch sp. D., immer im plur., wie Gaetul. 3 (VI, 190); Theocr. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ion. θύεος, att. θύους (τό) :
1 bois qui répand une odeur agréable en brûlant, bois parfumé ; postér. encens, parfum;
2 offrande pour un sacrifice ; sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Russian (Dvoretsky)
θύος: εος τό θύω I]
1 pl. благовонные курения (= θύον
1 (πρὸς νηὸν Ἀθηναίης ἔρχεσθαι σὺν θυέεσσιν Hom.; σπονδῇς θυέεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.);
2 преимущ. pl. жертва Hom., Aesch., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
θύος: -εος, τό, (θύω) θυσία, προσφορά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σὺν θυέεσσι Ἰλ. Ζ. 270, πρβλ. Ι. 499 (495)· σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· λίσσομ’ ὑπέρ θυέων Ὀδ. Ο. 261· θύη πρὸ παίδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 835. 2) παρὰ μεταγεν., θυμίαμα, Λατ. thus, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Θεόκρ. 2. 10· ἀλλὰ τὸ θυμίαμα εἶναι ἄγνωστον παρ’ Ὁμ., Nitzsch Ὀδ. Ε. 60. ΙΙ. πέμμα, πλακοῦς, θύει πέττειν Εὔπολις ἐν «Δημ.» 22.
English (Autenrieth)
εος: pl., burnt-offerings.
Greek Monolingual
θύος, τὸ (Α)
1. θυσία, ιερή προσφορά
2. θυμίαμα
3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε «προσφορά στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. tus «θυμίαμα».
ΠΑΡ. αρχ. θύεια, θυέστης, θυήεις, θυία, θυίς, θυίσκη, θυόεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυηδόχος, θυηκόος, θυηπολείον, θυηπολία, θυηπολικός, θυηπόλιον, θυηπόλος, θυηπολώ, θυηφάγος, θυοδόκος, θυοσκόος, θυοσκοπία, θυοσκόπος, θυοσκώ, θυοφόρος, θυώδης.
Greek Monotonic
θύος: -εος, τό (θύω Α), δοτ. πληθ. θύεσσι, Επικ. θυέεσσι, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. θυέων, αιτ. θύη· θυσία, προσφορά, σε Όμηρ., κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: burnt sacrifice, mostly in plur. θύη (Il.),
Dialectal forms: Myc. tu-we-a aromatic products
Compounds: As 1. member in θυο-σκόος (s. v.), θυο-δόκος accepting burnt offerings (E.), θυη-πόλος making sacrifice, priest(ess) (A., E.), with -έω, -ία (θυη- after the plur.?; cf. also Schwyzer 438f.).
Derivatives: θυόεις, θυήεις (s. above and Schwyzer 527) rich in incense etc., fragrant (Il.; θυῶεν εὑῶδες H.); θυώματα pl. incense, spices (Ion.), lengthened from θύος (cf. Chantraine Formation 187) rather than from a denomin. *θυόομαι, -όω, though this supposed by the ptc. τεθυωμένος with odour (Ι 172 u. a.), to which also θυωθέν (Hedyl. ap. Ath. 11, 486b); θυΐσκη (LXX, J.; v.l. -ος), also θύσκη, -ος (pap., Suid., EM) f. censer (container for incense) (after καδίσκος a. o.; Chantraine Formation 406); θυΐτης (λίθος) m. name of an Ethiopian stone (Dsc., Gal.; Redard Les noms grecs en -της 55). -
Origin: IE [Indo-European] [261] *dʰeuH- smoke?
Etymology: Primary deriv. from 2. θύω, s. v. - From there Lat. LW [loanword] tūs, tūris n. (frank)incense; s. W.-Hofmann s. v. - On θυέστης, θυεία s. v.
Middle Liddell
θύος, εος, [θύω1]
a sacrifice, offering, Hom., etc.
Frisk Etymology German
θύος: {thúos}
Forms: myk. tu-we-a?
Grammar: n.
Meaning: ‘Räucherwerk, Opferdampf, Brandopfer, Opfer(gabe)’, vorw. im Plur. θύη (ep. poet. seit Il.),
Composita: Als Vorderglied in θυοσκόος (s. bes.), θυοδόκος Räucherwerk aufnehmend (E.), θυηπόλος ‘Opfer verrichtend, Opferpriester(in)’ (A., E. u. a.), mit -έω, -ία u. a. (θυη- nach dem Plur.?; vgl. auch Schwyzer 438f.).
Derivative: Ableitungen: θυόεις, θυήεις (s. zum Vor. und Schwyzer 527) ‘reich an Räucherwerk usw., duftend' (ep. poet. seit Il.; θυῶεν· εὐῶδες H.); θυώματα pl. ‘Räucher- >werk, Spezereien’ (ion. u. spät), wohl eher aus θύος erweitert (vgl. Chantraine Formation 187) als von einem Denominativum *θυόομαι, -όω, das immerhin von dem Ptz. τεθυωμένος dufterfüllt (Ι 172 u. a.), wozu noch θυωθέν (Hedyl. ap. Ath. 11, 486b), vorausgesetzt wird; θυΐσκη (LXX, J.; v.l. -ος), auch θύσκη, -ος (Pap., Suid., EM) f. Weihrauchfaß (nach καδίσκος u. a.; Chantraine Formation 406); θυΐτης (λίθος) m. N. eines äthiopischen Steins (Dsk., Gal.; Redard Les noms grecs en -της 55). — Zu θυέστης, θυεία s. d.
Etymology: Primäre Ableitung von 2. θύω, s. d. — Daraus lat. LW tūs, tūris n. Weihrauch; s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,694-695