διαστολή: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστολή''': ἡ, ([[διαστέλλω]]) ὁ διαχωρισμὸς τῶν μερῶν ἢ μορίων, [[ἀνάπτυξις]], δι’ ἧς καταλαμβάνει τι μείζονα χῶρον· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριτ. Ἀκουσμ. 7, 11, Γαλην. 2. 255Α. β) [[διαχωρισμός]], Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 3· [[χάραγμα]], [[ἐντομή]]. Πλούτ. Κικ. 1. 2) [[διάκρισις]], ὁ αὐτ. 2. 1079Β· [[λεπτομερής]], ἀκριβὴς [[ἀφήγησις]]. Πολύβ. 1. 15, 6, κτλ.· [[διαίρεσις]] ἢ [[περίφραγμα]], Πίν. [[Ἡρακλ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5575. 46. ΙΙ. ἡ ἐπιμήκυνσις συλλαβῆς, ἀντίθ. [[συστολή]], Γραμμ. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, [[παῦλα]], [[παῦσις]].
|lstext='''διαστολή''': ἡ, ([[διαστέλλω]]) ὁ διαχωρισμὸς τῶν μερῶν ἢ μορίων, [[ἀνάπτυξις]], δι’ ἧς καταλαμβάνει τι μείζονα χῶρον· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριτ. Ἀκουσμ. 7, 11, Γαλην. 2. 255Α. β) [[διαχωρισμός]], Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 3· [[χάραγμα]], [[ἐντομή]]. Πλούτ. Κικ. 1. 2) [[διάκρισις]], ὁ αὐτ. 2. 1079Β· [[λεπτομερής]], ἀκριβὴς [[ἀφήγησις]]. Πολύβ. 1. 15, 6, κτλ.· [[διαίρεσις]] ἢ [[περίφραγμα]], Πίν. [[Ἡρακλ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5575. 46. ΙΙ. ἡ ἐπιμήκυνσις συλλαβῆς, ἀντίθ. [[συστολή]], Γραμμ. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, [[παῦλα]], [[παῦσις]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> élargissement, expansion, dilatation (des poumons, du cœur);<br /><b>2</b> petite coche <i>ou</i> fente;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διαστέλλω]].
}}
}}