3,277,172
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλαγγή''': ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ [[ἀλκί]]), Ἴβυκ. 49· ([[κλάζω]])· ― πᾶς ὀξὺς [[ἦχος]]· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου [[ὁπόταν]] ἐκρίπτηται τὸ [[βέλος]], Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. [[κλαγγάζω]], [[κλαγερός]]), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ [[ἦχος]] μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. [[δύσφατος]], ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. [[κλάζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ [[κλαγγαίνω]], -έω, -ώδης. | |lstext='''κλαγγή''': ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ [[ἀλκί]]), Ἴβυκ. 49· ([[κλάζω]])· ― πᾶς ὀξὺς [[ἦχος]]· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου [[ὁπόταν]] ἐκρίπτηται τὸ [[βέλος]], Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. [[κλαγγάζω]], [[κλαγερός]]), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ [[ἦχος]] μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. [[δύσφατος]], ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. [[κλάζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ [[κλαγγαίνω]], -έω, -ώδης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> cri aigu et inarticulé :<br /><b>1</b> cris confus d’une multitude;<br /><b>2</b> cri d’animal (grognement du porc, aboiement du chien, sifflement du serpent, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> bruit d’un arc (lorsqu’on lance la flèche);<br /><b>II.</b> bruit aigu et articulé <i>en parl. du chant du chœur, d’une prédiction de Cassandre</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κλαγ, crier ; cf. <i>lat.</i> clangor. | |||
}} | }} |