γυιοβόρος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυιοβόρος''': -ον, ὁ τὰ [[μέλη]] καταβιβρώσκων, μελεδῶναι (διάφ· γραφ. γυιοκόρος, μετ᾿ ἀμφιβόλου σημασίας), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66· πῦρ Ἀνθ. Π. 9. 443.
|lstext='''γυιοβόρος''': -ον, ὁ τὰ [[μέλη]] καταβιβρώσκων, μελεδῶναι (διάφ· γραφ. γυιοκόρος, μετ᾿ ἀμφιβόλου σημασίας), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66· πῦρ Ἀνθ. Π. 9. 443.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dévore les membres.<br />'''Étymologie:''' [[γυῖον]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}