ὑπονέμομαι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπονέμομαι''': μέσ., νέμομαι, βόσκομαι [[ὑποκάτω]] ἢ κρυφίως, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον Ἀνθολ. Παλατ. 7. 444· ὑπονεμησάμενος Ἱππ. 279. 44. ΙΙ. [[ὑπονομεύω]], [[ὑποσκάπτω]] (πρβλ. [[ὑπόνομος]])· - μεταφορ., ἐξαπατῶ, τινὰ Ἐπίχαρμ. 5 Achr.
|lstext='''ὑπονέμομαι''': μέσ., νέμομαι, βόσκομαι [[ὑποκάτω]] ἢ κρυφίως, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον Ἀνθολ. Παλατ. 7. 444· ὑπονεμησάμενος Ἱππ. 279. 44. ΙΙ. [[ὑπονομεύω]], [[ὑποσκάπτω]] (πρβλ. [[ὑπόνομος]])· - μεταφορ., ἐξαπατῶ, τινὰ Ἐπίχαρμ. 5 Achr.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se repaître de, dévorer de fond en comble <i>en parl. du feu</i>;<br /><b>2</b> tromper.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νέμομαι]].
}}
}}