ὑπονέμομαι
English (LSJ)
Med.,
A eat away beneath or secretly, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον AP7.444 (Theaet.); but ὑπονεμησαμένη, though found in codd. in Hp.Oss.18, is f.l. for ὑπονης αμένη, v. ὑπονέω.
II undermine (cf. ὑπόνομος): metaph., deceive, γυναῖκας Epich.9.
German (Pape)
[Seite 1227] (s. νέμω), med., von unten aus abweiden, von Grund aus wegfressen, verzehren, von der Flamme, πῦρ ὑπονειμάμενον, Theaet. 4 (VII, 444). – Auch unterminiren, Sp. – Betrügen, Epicharm. bei Poll. 9, 82.
French (Bailly abrégé)
1 se repaître de, dévorer de fond en comble en parl. du feu;
2 tromper.
Étymologie: ὑπό, νέμομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονέμομαι: пожирать снизу (πῦρ ὑπονειμάμενον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονέμομαι: μέσ., νέμομαι, βόσκομαι ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον Ἀνθολ. Παλατ. 7. 444· ὑπονεμησάμενος Ἱππ. 279. 44. ΙΙ. ὑπονομεύω, ὑποσκάπτω (πρβλ. ὑπόνομος)· - μεταφορ., ἐξαπατῶ, τινὰ Ἐπίχαρμ. 5 Achr.
Greek Monolingual
Α
1. βόσκω από κάτω ή κρυφά («ἔλαθεν πῡρ ὑπονειμάμενον», Ιπποκρ.)
2. μτφ. εξαπατώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέμομαι «βόσκω, τρώγω»].
Greek Monotonic
ὑπονέμομαι: Μέσ., καταβροχθίζω, κατατρώγω από κάτω ή κρυφά, σε Ανθ.