δυσεκβίαστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεκβίαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταβάλῃ τις, Πλούτ. 2. 127Α. ― Ἐπίρρ. δυσεκβιάστως Ν. Χων. σ. 273. 5 (Βόνν).
|lstext='''δυσεκβίαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταβάλῃ τις, Πλούτ. 2. 127Α. ― Ἐπίρρ. δυσεκβιάστως Ν. Χων. σ. 273. 5 (Βόνν).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à repousser <i>ou</i> à vaincre par la force, difficile à soumettre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκβιάζω]].
}}
}}