δυσεκβίαστος

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεκβίαστος Medium diacritics: δυσεκβίαστος Low diacritics: δυσεκβίαστος Capitals: ΔΥΣΕΚΒΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysekbíastos Transliteration B: dysekbiastos Transliteration C: dysekviastos Beta Code: dusekbi/astos

English (LSJ)

[ῐ], ον, hard to overpower, ἐπιθυμίαι Plu.2.127a, cf.Cor.2, Eun.VSp.500 B.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers., sent. fís. difícil de dominar, de vencer βάρος ref. al cuerpo de un luchador, Plu.Cor.2
fig. ἐπιθυμίαι Plu.2.127a
sent. anímico que no se deja ablandar, obstinado τραχὺς καὶ δ. Plu.Phoc.10, φιλόνεικος ... καὶ δ. Eun.VS 500.
2 de lugares inexpugnable (τόπος) χαλεπὸς καὶ δ. τοῖς παροικοῦσιν Plu.Arat.50.

German (Pape)

[Seite 678] dem man schwer etwas entreißen kann, Plut. Ages. 2 u. öfter; übh = unbezwinglich.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à repousser ou à vaincre par la force, difficile à soumettre.
Étymologie: δυσ-, ἐκβιάζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεκβίαστος: неодолимый, неприступный (ἕδρα, τόπος Plut.): δυσεκβίαστοι ἐπιθυμίαι Plut. непреодолимые страсти (желания).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεκβίαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταβάλῃ τις, Πλούτ. 2. 127Α. ― Ἐπίρρ. δυσεκβιάστως Ν. Χων. σ. 273. 5 (Βόνν).

Greek Monolingual

δυσεκβίαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα εκβιάζεται ή καταβάλλεται από άλλον.