ἀμφίβουλος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίβουλος''': -ον, [[δίγνωμος]], μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.
|lstext='''ἀμφίβουλος''': -ον, [[δίγνωμος]], μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui balance entre deux avis, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βουλή]].
}}
}}