ἀμφίβουλος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβουλος Medium diacritics: ἀμφίβουλος Low diacritics: αμφίβουλος Capitals: ΑΜΦΙΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: amphíboulos Transliteration B: amphiboulos Transliteration C: amfivoulos Beta Code: a)mfi/boulos

English (LSJ)

ἀμφίβουλον, double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).

Spanish (DGE)

-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.

German (Pape)

[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.

Greek Monolingual

ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.

Greek Monotonic

ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βουλή
half-minded to do a thing, c. inf., Aesch.

English (Woodhouse)

doubtful, hesitating, undecided, wavering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)