3,277,121
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρατέω''': κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[δέπας]] Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἐμποδίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7. | |lstext='''διακρατέω''': κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[δέπας]] Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἐμποδίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> maintenir fortement, retenir;<br /><b>2</b> soutenir, supporter;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se maintenir, se soutenir jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κρατέω]]. | |||
}} | }} |