διακρατέω

English (LSJ)

A hold fast, control, τὰ ὅπλα Phylarch.24; τὸν ὅλον κόσμον Herm. ap. Stob.1.15.16, cf. Iamb.Myst.4.12; ὀργάδα D.H.1.79; hold, ἐν τῷ στόματι Dsc.2.152 (Pass.), cf. Gp.12.30.3 (Pass.), etc.
2 hold in possession, BGU1047 ii 6 (ii A.D., Pass.).
3 maintain, establish, λόγον Stob.1.1.9; retain, preserve, in argument, Dam.Pr.439.
4 hold up, support, ἱστόν Erot. s.v. ὅπλα; δέπας Ath.11.492b (Pass.): metaph., support, keep alive, αὑτόν D.L.9.43.
5 hold back, detain, in Pass., πρὸς τῶν χρηστῶν App.BC2.8.

Spanish (DGE)

I c. gen. o ac.
1 tener dominio pleno, poseer, ser dueño de propiedades y otros derechos, c. gen. τῶν πατρικῶν BGU 1761.16 (I a.C.), c. ac. τὴν κοινήν (ὀργάδα) D.H.1.79, cf. Cod.Iust.10.11.8.5
en v. pas. ser propiedad de, pertenecer a ὑπὸ τίνων νυνεὶ διακρατοῦνται αἱ ... (ἄρουραι) BGU 1047.2.6 (II d.C.).
2 gobernar absolutamente, tener el poder absoluto esp. c. suj. de dioses y fuerzas sobrehumanas (τὸν Ἥλιον) τὰ ὅλα συνέχοντα καὶ διακρατοῦντα Phylarch.25, ἀρχὴν ... διακρατοῦσαν τά τε ὄντα καὶ τὰ γιγνόμενα Iambl.Myst.4.12, cf. Vett.Val.165.20, Meth.Res.2.10.5, Ἀσσύριοι ... ἓξ γενεὰς κόσμοιο διακρατέοντες ἐν ἀρχῇ Orac.Sib.4.50.
3 controlar, contener, dominar τὴν ἀνάβασιν LXX Iu.6.12, ταῖς ἐλπίσι ... τοὺς ἐραστάς Alciphr.4.16.6, una nave, App.BC 5.88.
4 fig. dominar un saber c. gen. ἱκανῶς διακρατήσαντας τῶν περὶ τούτων λόγων Str.1.1.9.
II c. ac.
1 sujetar, mantener τὰς χεῖρας I.AI 3.54, τὰ ... διακρατοῦντα ὀρθὸν τὸν ἱστὸν σχοινία Erot.67.2, en v. pas. διακρατεῖσθαι τὸ δέπας ὑπὸ δυεῖν Πελειάδων ὑποκειμένων Ath.492b
fig., de argumentos mantener, afirmar ἵνα ... διακρατήσωμεν αὐτοῦ τὸ ἑνοειδές Dam.in Prm.439.
2 mantener junto, sujetar, atar en v. pas. τῶν ἀποτιναττομένων ὅσα μὴ ἑνώσει διακρατεῖται πάντα ἐκπίπτει Ph.1.415
fig. oprimir en v. pas. τῶν γὰρ τῆς ψυχῆς δεσμῶν χαλασθέντων, οἷς διεκρατεῖτο Ph.1.430.
3 retener ἐν τῷ στόματι ὕδωρ θερμόν Archig. en Gal.12.585, cf. 862, en v. pas. ὁ δὲ Καῖσαρ ... πρὸς τῶν χρήστων διεκρατεῖτο ἐν Ῥώμῃ App.BC 2.8.
4 fig. conservar, mantener en cierto estado, c. pred. ὁ θυμὸς Ἡρώδην ἄδακρυν διεκράτει I.BI 1.636, en v. pas. τὰ σώματα ἡμῶν ἐν ἁγιασμῷ διακρατούμενα Meth.Res.1.61.3
fig. τὸ ἀσθενὲς ... ὑμεῖς διακρατεῖτε ὀρθοῦντες Porph.ad Il.89.13
mantener vivo διεκράτησεν αὑτὸν Hermipp.Hist.31, cf. Chrys.Virg.79.

German (Pape)

[Seite 584] 1) festhalten, erhalten; καὶ συνέχων πάντα θεός Phylarch. bei Ath. XV, 693 f; vgl. D. Hal. 1, 79. – 2) zurückhalten; App. B. C. 2, 8. – 3) intr., ἐπιπόνως, sich erhalten, Plut. Sertor. 7.

French (Bailly abrégé)

διακρατῶ :
I. tr. 1 maintenir fortement, retenir;
2 soutenir, supporter;
II. intr. se maintenir, se soutenir jusqu'au bout.
Étymologie: διά, κρατέω.

Russian (Dvoretsky)

διακρᾰτέω: (тж. δ. αὑτόν Diog. L.) выносить до конца, стойко держаться (ἡμέρας δέκα σαλεύων πρὸς ἐναντίον κῦμα διεκράτησεν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διακρατέω: κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) ὑποστηρίζω, δέπας Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ ὀπίσω, ἐμποδίζω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7.

Greek Monotonic

διακρᾰτέω: μέλ. —ήσω, κρατώ γερά, δυνατά, διατηρώ ό,τι είναι δικό μου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to hold fast, hold one's own, Plut.