αἰόλος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰόλος''': -η, -ον, [[ταχέως]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], [[ὁρμητικός]], Λατ. agilis· πόδας αἴολος [[ἵππος]], Ἰλ. Τ. 404: αἰόλαι εὐλαί = ἀναπηδῶντες μικροὶ σκώληκες (ὡς οἱ τοῦ τυροῦ), Χ. 509· - σφῆκες [[μέσον]] αἰόλοι, Μ.167· αἰόλον ὄφιν, [[αὐτόθι]] 208: [[αἰόλος]] [[οἶστρος]], Ὀδ. Χ. 300. 2) ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπιθ. τοῦ ὁπλισμοῦ: τεύχεα, Ἰλ. Ε. 295· [[σάκος]], Η. 222., Π. 107 (πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1025), [[ἔνθα]] οἱ πλεῖστοι τῶν κριτικῶν ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. κατὰ τὴν ΙΙ σημασίαν, ἀλλ’ ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λέξ.) ἑρμηνεύει: ὁ κινούμενος [[μετὰ]] τοῦ σώματος, εὐκόλως κινούμενος, [[εὐμεταχείριστος]], Λατ. habilis: - [[ὥστε]] ἡ Ὁμ. [[ἔννοια]] τῆς λέξεως περιορίζεται εἰς τὴν τῆς ταχείας κινήσεως, πρβλ. [[αἰόλλω]], ἂν καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ τις ὅτι ἡ [[ἰδέα]] αὕτη εὐκόλως μεταβαίνει εἰς τὴν τῆς ταχείας λάμψεως, τοῦ ἀπαστράπτοντως· (πρβλ. [[ἀργός]] Ι): ἡ αὐτὴ [[ἀμφιβολία]] ὑπάρχει καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις [[αἰολοθώρηξ]], -μίτρης. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἀναμφιβόλως: ὁ τὸ [[χρῶμα]] μεταβάλλων, ἀπαστράπτων, [[στίλβων]] (ὡς ἡ στιλπνὴ [[μέταξα]]), [[δράκων]], Σοφ. Τρ. 12. 2) [[ποικίλος]], [[στικτός]], αἰόλα νύξ, [[κατάστικτος]] ἐξ ἀστέρων, (πρβλ. Κικ. caelum astris distinctum), [[αὐτόθι]] 94· πρβλ. [[αἰολόχρως]], ὁ Αἰσχύλ. ἐν Θ. 494 καλεῖ τὸν ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ πυρὸς ἀναλάμποντα καπνὸν αἰόλην πυρὸς κάσιν; [[κύων]] αἰ. = στιγμάτων [[πλήρης]], Καλλ. Ἄρτ. 91, κτλ.· αἰόλα [[σάρξ]] = ἄχρους καταστᾶσα ἐκ νόσου, Σοφ. Φ. 1157. ΙΙΙ. μεταφ., 1) [[εὐμετάβολος]], [[εὐκίνητος]], ἄστατος· αἰολ’ ἀνθρώπων κακά, Αἰσχυλ. Ἱκ. 327· ἐπὶ ἤχων· [[ἰαχή]], Εὐρ. Ἴων 499· πρβ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 248· αἰόλοι ἡμέραι = εὐμετάβολοι ἡμέραι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13, 1 (τὸ μόνον [[χωρίον]], [[ἔνθα]] εἶνε γνωστὸν ὅτι ἀπαντᾷ ἡ [[λέξις]] ἐν Ἀττ. πεζογράφ. ἢ ὅτι ἔχει τὸ θηλ. εἰς -ος). Πρβλ. [[αἰολόμητις]], -στομος, κτλ. 2) [[εὐκίνητος]], ἄστατος, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ὀλισθηρός]], [[ἔπος]], Σόλ. 11· [[ψεῦδος]], Πινδ. Ν. 8. 43· [[μηχάνημα]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 16.D. - Πρβλ. [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] εἶνε ἐν χρήσει ἐν ὁμοίᾳ ποικιλίᾳ ἐννοιῶν καὶ ἔχει ἰδιάζοντα τονισμόν. Β. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] προπαροξ. Αἴολος, ου, ὁ θεὸς τῶν ἀνέμων, [[κυρίως]] ὁ ὁρμητικὸς ἢ [[εὐμετάβλητος]], Ὀδ., καὶ ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα ἐκτείνεται ἐν τῇ γεν. Αἰόλου μεγαλήτορος, [[χάριν]] τοῦ μέτρ., Ὀδ. Κ. 36.]
|lstext='''αἰόλος''': -η, -ον, [[ταχέως]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], [[ὁρμητικός]], Λατ. agilis· πόδας αἴολος [[ἵππος]], Ἰλ. Τ. 404: αἰόλαι εὐλαί = ἀναπηδῶντες μικροὶ σκώληκες (ὡς οἱ τοῦ τυροῦ), Χ. 509· - σφῆκες [[μέσον]] αἰόλοι, Μ.167· αἰόλον ὄφιν, [[αὐτόθι]] 208: [[αἰόλος]] [[οἶστρος]], Ὀδ. Χ. 300. 2) ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπιθ. τοῦ ὁπλισμοῦ: τεύχεα, Ἰλ. Ε. 295· [[σάκος]], Η. 222., Π. 107 (πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1025), [[ἔνθα]] οἱ πλεῖστοι τῶν κριτικῶν ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. κατὰ τὴν ΙΙ σημασίαν, ἀλλ’ ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λέξ.) ἑρμηνεύει: ὁ κινούμενος [[μετὰ]] τοῦ σώματος, εὐκόλως κινούμενος, [[εὐμεταχείριστος]], Λατ. habilis: - [[ὥστε]] ἡ Ὁμ. [[ἔννοια]] τῆς λέξεως περιορίζεται εἰς τὴν τῆς ταχείας κινήσεως, πρβλ. [[αἰόλλω]], ἂν καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ τις ὅτι ἡ [[ἰδέα]] αὕτη εὐκόλως μεταβαίνει εἰς τὴν τῆς ταχείας λάμψεως, τοῦ ἀπαστράπτοντως· (πρβλ. [[ἀργός]] Ι): ἡ αὐτὴ [[ἀμφιβολία]] ὑπάρχει καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις [[αἰολοθώρηξ]], -μίτρης. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἀναμφιβόλως: ὁ τὸ [[χρῶμα]] μεταβάλλων, ἀπαστράπτων, [[στίλβων]] (ὡς ἡ στιλπνὴ [[μέταξα]]), [[δράκων]], Σοφ. Τρ. 12. 2) [[ποικίλος]], [[στικτός]], αἰόλα νύξ, [[κατάστικτος]] ἐξ ἀστέρων, (πρβλ. Κικ. caelum astris distinctum), [[αὐτόθι]] 94· πρβλ. [[αἰολόχρως]], ὁ Αἰσχύλ. ἐν Θ. 494 καλεῖ τὸν ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ πυρὸς ἀναλάμποντα καπνὸν αἰόλην πυρὸς κάσιν; [[κύων]] αἰ. = στιγμάτων [[πλήρης]], Καλλ. Ἄρτ. 91, κτλ.· αἰόλα [[σάρξ]] = ἄχρους καταστᾶσα ἐκ νόσου, Σοφ. Φ. 1157. ΙΙΙ. μεταφ., 1) [[εὐμετάβολος]], [[εὐκίνητος]], ἄστατος· αἰολ’ ἀνθρώπων κακά, Αἰσχυλ. Ἱκ. 327· ἐπὶ ἤχων· [[ἰαχή]], Εὐρ. Ἴων 499· πρβ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 248· αἰόλοι ἡμέραι = εὐμετάβολοι ἡμέραι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13, 1 (τὸ μόνον [[χωρίον]], [[ἔνθα]] εἶνε γνωστὸν ὅτι ἀπαντᾷ ἡ [[λέξις]] ἐν Ἀττ. πεζογράφ. ἢ ὅτι ἔχει τὸ θηλ. εἰς -ος). Πρβλ. [[αἰολόμητις]], -στομος, κτλ. 2) [[εὐκίνητος]], ἄστατος, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ὀλισθηρός]], [[ἔπος]], Σόλ. 11· [[ψεῦδος]], Πινδ. Ν. 8. 43· [[μηχάνημα]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 16.D. - Πρβλ. [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] εἶνε ἐν χρήσει ἐν ὁμοίᾳ ποικιλίᾳ ἐννοιῶν καὶ ἔχει ἰδιάζοντα τονισμόν. Β. ὡς κύρ. [[ὄνομα]] προπαροξ. Αἴολος, ου, ὁ θεὸς τῶν ἀνέμων, [[κυρίως]] ὁ ὁρμητικὸς ἢ [[εὐμετάβλητος]], Ὀδ., καὶ ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα ἐκτείνεται ἐν τῇ γεν. Αἰόλου μεγαλήτορος, [[χάριν]] τοῦ μέτρ., Ὀδ. Κ. 36.]
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> qui s’agite, se meut sans cesse :<br /><b>1</b> mobile, agité : σφῆκες αἰόλοι IL guêpes au corsage mobile, <i>càd</i> qui peuvent se replier en tous sens;<br /><b>2</b> agile, rapide : πόδας [[αἰόλος]] [[ἵππος]] IL cheval aux pieds agiles;<br /><b>II.</b> <i>p. anal., en parl. de couleurs</i> :<br /><b>1</b> aux reflets changeants : αἰόλα τεύχεα IL armes étincelantes;<br /><b>2</b> bigarré, tacheté : [[αἰόλος]] [[δράκων]] SOPH serpent à la peau tachetée ; σὰρξ αἰόλα SOPH chair marquetée de taches (provenant de la violence du mal) ; νὺξ αἰόλα SOPH nuit constellée;<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> changeant, inconstant, variable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εἴλλω]].
}}
}}