ἄκραντος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκραντος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ Ὁμηρ. [[ἀκράαντος]], = ἀνεκτέλεστος, [[ἀνεκπλήρωτος]], [[ἄκαρπος]], [[ἀργός]], ἔπεα, ἐλπίδες, Πινδ. Ο. 1. 137, Π. 3. 41· τέχναι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ματαίως, Πινδ. Ο. 2. 158· ἄκραντα [[βάζω]], Αἰσχύλ. Χο. 882· οὐδ’ ἄκραντ’ ἐκάμνομεν, Εὐρ. Βάκχ. 435· ἄκραντ’ ὀδύρει, ὁ αὐτ. Ἱκ. 770. - Περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρατος]], 2.
|lstext='''ἄκραντος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ Ὁμηρ. [[ἀκράαντος]], = ἀνεκτέλεστος, [[ἀνεκπλήρωτος]], [[ἄκαρπος]], [[ἀργός]], ἔπεα, ἐλπίδες, Πινδ. Ο. 1. 137, Π. 3. 41· τέχναι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ματαίως, Πινδ. Ο. 2. 158· ἄκραντα [[βάζω]], Αἰσχύλ. Χο. 882· οὐδ’ ἄκραντ’ ἐκάμνομεν, Εὐρ. Βάκχ. 435· ἄκραντ’ ὀδύρει, ὁ αὐτ. Ἱκ. 770. - Περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἴδε ἐν λέξ. [[ἄκρατος]], 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se réalise pas, sans résultat (parole, espérance) ; <i>adv.</i> • ἄκραντα en vain;<br /><b>2</b> qui ne finit pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κραίνω]].
}}
}}