ἄκραντος
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ἄκραντον, poet. Adj. (in Hom. ἀκράαντος, q.v.),
A unfulfilled, fruitless, idle, ἔπεα, ἐλπίδες, Pi.O.1.86, P.3.23; τέχναι A.Ag.249:—neut.pl. as adverb, in vain, Pi.O.2.87; ἄκραντα βάζω A.Ch.882; οὐδ' ἄκρανθ' ὡρμήσαμεν E.Ba.435, cf. 1231; ἄκραντ' ὀδύρῃ Supp.770.
2 ineffectual, νύξ A.Ch.65.
Spanish (DGE)
-ον
que no se cumple, vano ἔπεα Pi.O.1.86, ἐλπίδες Pi.P.3.23, τέχναι Κάλχαντος A.A.249
•neutr. plu. como adv. en vano κόρακες ὣς ἄ. γαρυέτων Pi.O.2.87, ἀκούειν E.Ba.1231, ὁρμᾶν E.Ba.435, βακχεύειν E.HF 898.
German (Pape)
[Seite 80] unvollendet, nicht in Erfüllung gehend, Pind. ἐλπίδες P. 3, 23; ἔπεα Ol. 1, 86; ἄκραντα γαρύειν Ol. 2, 96, wie Aesch. βάζειν Ch. 869 (vgl. ἄκραντα ἠκούσατε Eur. Iph. T. 520; Bacch. 1229); τέχναι Κάλχαντος Ag. 240; νύξ Ch. 63, unendliche oder tiefe Nacht; ἄκραντα adv., ὁρμᾶν Eur. Bacch. 435; βακχεύειν Herc. Fur. 897.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se réalise pas, sans résultat (parole, espérance) ; adv. • ἄκραντα en vain;
2 qui ne finit pas.
Étymologie: ἀ, κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἄκραντος: эп. ἀκράαντος 2
1 несбывшийся или несбыточный, бесцельный, напрасный, пустой (ἔπεα Hom., Pind.; ἐλπίδες Pind.; τέχναι Κάλχαντος Aesch.);
2 бесконечный, нескончаемый (νύξ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκραντος: -ον, ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ Ὁμηρ. ἀκράαντος, = ἀνεκτέλεστος, ἀνεκπλήρωτος, ἄκαρπος, ἀργός, ἔπεα, ἐλπίδες, Πινδ. Ο. 1. 137, Π. 3. 41· τέχναι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ματαίως, Πινδ. Ο. 2. 158· ἄκραντα βάζω, Αἰσχύλ. Χο. 882· οὐδ’ ἄκραντ’ ἐκάμνομεν, Εὐρ. Βάκχ. 435· ἄκραντ’ ὀδύρει, ὁ αὐτ. Ἱκ. 770. - Περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρατος, 2.
English (Slater)
ᾰκραντος, -ον not to be fulfilled οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι (O. 1.86) ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23) n. pl. pro subs. μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον (O. 2.87)
Greek Monolingual
ἄκραντος, -ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α)
1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα
μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» — ο δε τ. ἄκραντος < κραίνω].
Greek Monotonic
ἄκραντος: -ον (κραίνω), όπως το Επικ. ἀκράαντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, άκαρπος, σε Πινδ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., μάταια, στον ίδ., σε Ευρ.
Middle Liddell
κραίνω, like epic ἀκράαντος
unfulfilled, fruitless, Pind., Aesch.:—neut. pl. as adv., in vain, Aesch., Eur.