ἀκριτόφυρτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρῐτόφυρτος''': -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.
|lstext='''ἀκρῐτόφυρτος''': -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mêlé confusément.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[φύρω]].
}}
}}