ἀκριτόφυρτος
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ἀκριτόφυρτον, undistinguishably mixed, A. Th.360.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόφυρτος) -ον
que está en varia mezcla, mezclado de manera indistinguible γᾶς δόσις A.Th.360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé confusément.
Étymologie: ἄκριτος, φύρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐτόφυρτος: перемешанный, представляющий беспорядочную груду (γᾶς δόσις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.
Greek Monolingual
ἀκριτόφυρτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει κανείς, επειδή εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυρτος < φύρω.
Greek Monotonic
ἀκρῐτόφυρτος: -ον (φύρω), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός, ανακατεμένος, σε Αισχύλ.