ἀναΐσσω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναΐσσω''': [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε [[ἀΐσσω]]). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν [[Ὀδυσσεύς]], «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) [[νόος]] ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. [[πηγή]]), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε [[ἀνάσσω]] ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει [[νόσημα]] Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας [[ἐπάνω]], διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., [[ἀρχίζω]] [[μετὰ]] προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, [[οὕτως]] εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.
|lstext='''ἀναΐσσω''': [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε [[ἀΐσσω]]). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν [[Ὀδυσσεύς]], «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) [[νόος]] ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. [[πηγή]]), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε [[ἀνάσσω]] ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει [[νόσημα]] Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας [[ἐπάνω]], διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., [[ἀρχίζω]] [[μετὰ]] προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, [[οὕτως]] εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.
}}
{{bailly
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἀνᾴσσω]], <i>att.</i> [[ἀνᾴττω]];<br /><i>f.</i> [[ἀναΐξω]], <i>ao.</i> [[ἀνῇξα]];<br />s’élancer : [[ἅρμα]] IL sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀΐσσω]].
}}
}}