ἀναΐσσω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ᾰνᾱ], Att. contr. ἀνᾴσσω, used also by Pi.:—
A start up, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν Ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν Il.4.114; ὅτε δὴ.. ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς whenever he rose to speak, 3.216; of a spring, gush forth, 22.148: so in later Poets, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων springing fresh within the breast, A.Ag.77 cj. Herm., cf. Pers.96 cj. Brunck; ὀρθοὶ ἀνῇξαν πάντες E.Hel.1600; βωμὸς ἀνᾴσσων an altar rising up, Pi.O.13.107.—Rare in Prose, ἀναΐσσει νόσημα Hp.Prog.19; ἀνᾴξας, of a hare, X.Cyn.6.17.
2 c. acc., ἀναΐξας.. ἅρμα καὶ ἵππους having leapt upon it, Il.24.440.
3 Act., cause to start up, ἀνήϊξεν δὲ φέβεσθαι Opp.C.1.107.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱΐσσω) 1 abs. de pers. levantarse, erguirse, alzarse ὅτε δὴ ... ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς Il.3.216, cf. 4.114, ἔν τε τῷ ὕπνῳ οἶδα πολλοὺς ... ἀναΐσσοντας Hp.Morb.Sacr.1.8, ὀρθοὶ δ' ἀνῇξαν πάντες E.Hel.1600, cf. Rh.792, A.R.3.36, 4.1337, νέκυς Nonn.D.12.174
•c. gen. ἔμφρων δ' ἀνᾴξας ὁ ξένος πεσήματος E.IT 315, θώκου Nonn.D.41.309.
2 abs. c. otros suj. surgir, saltar hacia arriba de una fuente fluir, Il.22.148, de la médula como fuente del vigor y energía juveniles, A.A.77 (pero cf. ἀνάσσω II 2)
•de una liebre dar un brinco X.Cyn.6.17, cf. Opp.C.1.107
•de una enfermedad surgir, brotar Hp.Prog.19.
3 c. ac. saltar sobre ἅρμα καὶ ἵππους Il.24.440
•c. prep. y ac. fluir hacia τὸ αἷμα ... ἀναΐσσει ... ἐς τὴν καρδίην Hp.Virg.1.
German (Pape)
[Seite 190] att. ἀνᾴττω, auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., ἅρμα, auf den Wagen springen, Il. 24, 440; πήδημα τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19.
French (Bailly abrégé)
p. contr. ἀνᾴσσω, att. ἀνᾴττω;
f. ἀναΐξω, ao. ἀνῇξα;
s'élancer : ἅρμα IL sur un char.
Étymologie: ἀνά, ἀΐσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱΐσσω: стяж. ἀνᾴσσω, атт. ἀνᾴττω (fut. ἀναΐξω, aor. ἀνῇξα - эп. ἀνήϊξα)
1 подниматься, возвышаться (βωμὸς ἀνᾴσσων Pind.);
2 подниматься, вставать: ὅτε … ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς Hom. когда поднимался (т. е. начинал говорить) Одиссей;
3 вырываться наружу, бить ключом (πηγαὶ ἀναΐσσουσι Σκαμάνδρου Hom.): νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων Aesch. играющая в груди молодая сила;
4 вскакивать Eur., Xen., Plut.: ἀναΐξας ἅρμα καὶ ἵππους Hom. вскочив на колесницу.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναΐσσω: [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε ἀΐσσω). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς, «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) νόος ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, ὅταν τὸ ὕδωρ ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. πηγή), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε ἀνάσσω ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει νόσημα Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας ἐπάνω, διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἀρχίζω μετὰ προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, οὕτως εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.
Greek Monolingual
ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α)
1. ορμώ επάνω, αναπηδώ
2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω
3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή
4. φεύγω ολοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀΐσσω, ἄσσω].
Greek Monotonic
ἀναΐσσω: [ᾰνᾱ-], συνηρ. ἀν-ᾴσσω· μέλ. -αΐξω, -ᾴξω, αόρ. αʹ -ήιξα, -ῇξα·
1. αναπηδώ, ξεκινώ, αυξάνω γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για σκέψη, στο ίδ.· λέγεται για πηγή, ξεπηδώ, αναβλύζω, στο ίδ.
2. με αιτ., πηδώ πάνω σε ἅρμα, στο ίδ.
Middle Liddell
1. to start up, rise quickly, Il.; of thought, Il.; of a spring, to gush forth, Il.
2. c. acc. to leap up into, ἅρμα Il.