ἀνθρηνιώδης: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρηνιώδης''': -ες, [[παρόμοιος]] ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ [[πολύπορος]] Πλούτ. 2. 916Ε.
|lstext='''ἀνθρηνιώδης''': -ες, [[παρόμοιος]] ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ [[πολύπορος]] Πλούτ. 2. 916Ε.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un nid de bourdons, <i>càd</i> disposé en cellules.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθρήνιον]], -ωδης.
}}
}}