ἀνθρηνιώδης

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρηνιώδης Medium diacritics: ἀνθρηνιώδης Low diacritics: ανθρηνιώδης Capitals: ΑΝΘΡΗΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: anthrēniṓdēs Transliteration B: anthrēniōdēs Transliteration C: anthriniodis Beta Code: a)nqrhniw/dhs

English (LSJ)

ες, honeycombed, ἀ. καὶ πολύπορος Plu. 2.916e.

Spanish (DGE)

-ες en forma de panal ἀ. καὶ πολύπορος Plu.2.916e.

German (Pape)

[Seite 234] ες, zellenartig, Plut. qu. nat. 19 καὶ πολύπορος.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un nid de bourdons, càd disposé en cellules.
Étymologie: ἀνθρήνιον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρηνιώδης: похожий на гнездо шершней, т. е. ячеистый (σάρξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρηνιώδης: -ες, παρόμοιος ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ πολύπορος Πλούτ. 2. 916Ε.

Greek Monolingual

ἀνθρηνιώδης (-ους), -ες (Α) ανθρήνιον
αυτός που μοιάζει με κερήθρα.